Κι εκεί που τα έχεις φτιαγμένα όλα μέσα στο μυαλό σου, έρχεται ο εξυπνάκιας απέναντί σου και σου τα χαλάει όλα. Είχες σχεδιάσει τα πάντα στη συζήτησή σας, μέχρι και την τελευταία λέξη -που φυσικά θα ήταν δική σου. Ήξερες ακριβώς πού θα βάλεις την τέλεια και πού το θαυμαστικό. Έχεις ξενυχτίσει πάνω από δύο βράδια για να προγραμματίσεις αυτόν τον διάλογο, έκανες εκατοντάδες πρόβες κι εκεί που ήσουν πανέτοιμος, ξαφνικά καταρρέουν όλα.
Όλοι μας, ανά διαστήματα, σε καταστάσεις αγχωτικές ή μετά από κάποιον καβγά προετοιμάζουμε μέσα στο μυαλό μας τη συνομιλία μας με ένα άλλο πρόσωπο. Ξέρουμε πώς θα δικαιολογηθούμε ή πώς θα του ρίξουμε την ευθύνη. Θεωρούμε ότι ξέρουμε τον άλλον τόσο καλά που είμαστε σίγουροι για τον τρόπο σκέψης του. Δίνουμε απαντήσεις στις ερωτήσεις μας, όπως θεωρούμε πως θα αποκρινόταν εκείνος. Παίρνουμε δύο ή κι τρεις διαφορετικές εκδοχές του θέματος και τις αναλύουμε μέχρι το τελευταίο κόμμα.
Ερχόμαστε υποψιασμένοι αποσυμπιέζοντας έτσι τον εσωτερικό μας κόσμο απ’ το επιπλέον στρες και τον παραδίδουμε προετοιμασμένο για όλα τα πιθανά σενάρια. Ξέρουμε πότε και τι πρέπει να του πούμε για να εξελίξουμε αυτόν τον διάλογο και να τον κάνουμε να δουλέψει υπέρ μας. Προσπαθούμε να ελέγξουμε τον εαυτό μας για να μπορεί να κατευθύνει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προς τα εκεί που εμείς επιθυμούμε.
Αλλά τι γίνεται όταν ο συνομιλητής μας δε συγχρονιστεί με τις σκέψεις μας και τους πιθανούς διαλόγους που είχαμε φτιάξει μέσα στο κεφάλι μας; Εκεί καταρρέουν όλα. Έρχεται ο αποσυντονισμός του εγκεφάλου μας. Ξαφνικά βγήκαμε απ’ τη σειρά και τη βολή μας. Εντάξει, χαζοί δεν είμαστε, εξάλλου τα έχουμε σχεδιάσει όλα, έτσι; Μα έλα που δε.
Ξεχνάμε ότι όπως σε μια ανθρώπινη σχέση έτσι και σε έναν οποιοδήποτε διάλογο παίζουν ρόλο πολλοί και διάφοροι παράγοντες. Ο πρώτος και κύριος είναι ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε κανέναν άλλον άνθρωπο τόσο καλά όσο γνωρίζουμε τον εαυτό μας. Μην ξεχνάμε ότι στο τέλος της κάθε μέρας ακόμα μαθαίνουμε εμάς τους ίδιους, ανακαλύπτουμε διαρκώς και καινούργια πράγματα πάνω μας, που ως τότε δε γνωρίζαμε.
Στην τελική, δε γίνεται να μπούμε στο κεφάλι κανενός. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τι μπορεί να έχει μεσολαβήσει σε ένα διάστημα δευτερολέπτων απ’ το προηγούμενο κόμμα. Ο τόνος της φωνής μας μπορεί να μην είναι όπως τον είχαμε φανταστεί. Ο εγωισμός να ξεχείλισε βλέποντας την αδιαφορία του άλλου μέσα στα μάτια του. Πολλά τα «γιατί» μπορεί να πάρει άλλες στροφές ο εγκέφαλος απ’ τη μία στιγμή στην άλλη και χιλιάδες κι οι πιθανές απαντήσεις.
Δεν είναι κακό να προετοιμάζουμε τον εαυτό μας για προγραμματισμένες συναντήσεις και να δουλεύουμε πάνω στις δυνατότητές μας. Βάζουμε το μυαλό μας να μπει σε μονοπάτια που γνωρίζαμε ότι υπάρχουν. Αυτό είναι το θετικό κομμάτι, το αρνητικό όμως –γιατί το νόμισμα έχει πάντα δύο όψεις– είναι ότι αν δε μας τα πουν όπως έχουμε υποθέσει, απογοητευόμαστε. Σε πολλές περιπτώσεις τα βάζουμε με τον εαυτό μας «Μα τα είχα σχεδιάσει όλα τόσο άψογα». «Θεωρούσα ότι σε ξέρω καλύτερα κι απ’ τον εαυτό μου». Το μυαλό μας παίζει περίεργα παιχνίδια, παιχνίδια σε σοκάκια του εγκεφάλου που φοβόμαστε να εξερευνήσουμε. Δεν έχει φως εκεί και δεν πάμε.
Αναγνωρίζουμε τη σύγχυση και τη διάψευση που μπορεί να μας προκαλέσει ο συνομιλητής μας και δουλεύουμε όλες τις πιθανές παραμέτρους για να εξελίξουμε τον εαυτό μας. Υγεία είναι. Αρκεί εκείνην την ώρα να μη σαστίσουμε επειδή αλλιώς μας βόλευε εμάς να κυλούσε η κουβέντα. Μπορεί να έχει δουλέψει κι αυτός πάνω σε αυτήν τη συνάντηση και να μας βρήκε σε αντίθετους δρόμους. Εμείς πρέπει να το εκλάβουμε σαν μια ακόμη πρόκληση. Να στροφάρει ο εγκέφαλός μας γρήγορα και να βρει έξυπνους τρόπους να αντιμετωπίσουμε τη λεκτική αντιπαράθεσή μας.
Ευχάριστες ή δυσάρεστες συζητήσεις, με εκρήξεις ή μη, κουβέντες αυστηρές ή γεμάτες πάθος, όλους τους διαλόγους πρέπει να τους εκλαμβάνουμε σαν ακόμη μία ευκαιρία να εξασκήσουμε τη σκέψη μας. Να εξωτερικεύουμε τις ανησυχίες μας μέσα απ’ τους πιθανούς διαλόγους με τον κάθε πιθανό συνομιλητή μας και να ακούμε, να ακούμε με πολλή προσοχή τον εαυτό μας πάνω από όλα.
Θα πρέπει να μάθουμε, όμως, να ακούμε και τον κάθε συνομιλητή μας. Ακόμα και στους διαλόγους που χτίζουμε στο μυαλό μας. Υποθετικά μας μιλά, εμείς, όμως, πρέπει να του δώσουμε την αντίστοιχη προσοχή, το χρόνο, ιδανικά και την κατανόηση. Ύστερα να παρατηρούμε τον πραγματικό μας συνομιλητή και να βελτιώνουμε τις αντοχές μας. Να δίνουμε βάση στη γλώσσα του σώματος με την οποία δεν ερχόμαστε αντιμέτωποι τόσο εύκολα στο μυαλό μας. Να διεκδικούμε το δίκιο μας και να παραδεχόμαστε το άδικό μας.
Αρκεί να θυμόμαστε έναν απ’ τους πιο σημαντικούς κανόνες αυτής της ζωής: Τίποτα δεν είναι δεδομένο κι όλα είναι πιθανά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη