Η μεγαλύτερη ξελογιάστρα; Η νύχτα! Όλα ξυπνούν, όλα ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια σου, η μία ανάμνηση ξεπηδά μετά την άλλη κι εσύ, χωρίς να μπορείς να ελέγξεις τίποτα, τρέχεις να μαζέψεις τα ασυμμάζευτα.
Απωθημένα, σωστά, λάθη, παθιασμένα φιλιά, αγκαλιές, αντίο, κλάματα. Εκείνα τα απαγορευμένα, που ο χρόνος απέδειξε πως δεν έπρεπε να κάνεις, εκείνα που ήθελες να πεις και μετάνιωσες που κάτι σε κράτησε πίσω. Όλα δαύτα κι άλλα τόσα τις νύχτες κόβουν βόλτες στο μυαλό σου.
Το σαράκι –λένε– είναι, κάτι σε ξύνει στα σωθικά σου, κάτι κάνει το στήθος σου να βράζει και να καίγεται. Τι φταίει πάλι, τι πρέπει αυτή τη φορά να αλλάξεις, τι δεν πάει σωστά; Σκέφτεσαι συνέχεια, στη δουλειά, στη σχολή, στο δρόμο, στο λεωφορείο, στο βλέμμα των περαστικών που περνάνε αμέριμνοι από δίπλα σου, αλλά κι εκείνους κάτι τους στοιχειώνει. Κάποιον σκέφτεσαι, κάποιος δε βρίσκεται στη ζωή σου όπως εσύ θα ήθελες να είναι, κάτι πήγε ή το πήγες λάθος. Ίσως κάποτε δεν πήρες αποφάσεις κι αν πήρες αποδείχτηκαν εν τέλει άστοχες.
Τι είναι τελικά μία απόφαση –ικανή να μας παιδεύει για καιρό–, πώς την παίρνεις και πώς ξέρεις ότι είναι η σωστή; Κι όταν οι αποφάσεις μας επηρεάζουν κι άλλους ανθρώπους, τότε τι κάνουμε; Πόσο χρόνο θέλει για να παρθεί μία απόφαση, ιδανικά η σωστή; Μήνες, ημέρες, χρόνια ή μήπως τελικά μερικά δευτερόλεπτα; Ποιους παράγοντες πρέπει να συνυπολογίσουμε, ποιον πρέπει να συμβουλευτούμε και γιατί το «θέλω» μας, σχεδόν κατά κανόνα, απέχει παρασάγγας απ’ το «πρέπει» μας;
Καθώς γυρνάς σπίτι, κλείνεις την πόρτα δυνατά, πετάς τα κλειδιά κι αυτό το κάτι συνεχίζει να σε τρώει μέσα σου. Σαν να θες αυτή η πόρτα να μην έκλεινε ποτέ, σαν να θες να ξαναμπείς στο αμάξι, να βάλεις τα καψουροτράγουδα στο τέρμα, να ανάψεις ένα τσιγάρο και να αρχίσει το κοντέρ να γράφει χιλιόμετρα στις λεωφόρους.
Όταν πλέον έχεις φτάσει στο σημείο να σε πνιγεί αυτό το κάτι που ζητά απαντήσεις, αυτό το βάρος που σε φορτώνει αμφιβολίες και δεν αφήνει το νου σου να ηρεμήσει, τα βράδια ξαπλώνεις για να κοιμηθείς κι αυτό συνεχίζει να σου γαμάει το μυαλό. Σαν να σου λέει το υποσυνείδητο ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά δεν μπορείς να καταλάβεις τι είναι κι αν μπορείς δε θέλεις ή πάλι το φοβάσαι.
Και ξαφνικά η απόφαση (κι η λύτρωση μαζί) έρχεται! Μέσα σε μία στιγμή, σε λίγα δευτερόλεπτα, έτσι δεν πιστέψαμε όλα τα μεγάλα «ναι» κι «όχι» που είπαμε στη ζωή μας; Μέσα σε ξενύχτια ατελείωτα, μέσα σε μουσικές και τραγούδια που κάτι ξεχασμένο μας υπενθύμισαν. Σε φωνές, γέλια και κλάματα, ανάμεσα στο τελευταίο σκοτάδι και στο πρώτο φως πήραμε τις μεγαλύτερές μας αποφάσεις.
Μαζεύεις τα κλειδιά απ’ τον καναπέ, ανοίγεις την πόρτα με δύναμη, μπαίνεις στο αμάξι κι αρχίζεις να κάνεις χιλιόμετρα, μα αυτή τη φορά όλα στο μυαλό σου έχουν σωπάσει. Καθόλου φλύαρες φωνές και δεύτερες σκέψεις. Πλέον ξέρεις πού πας, σε ποιον πας και γιατί. Δε σηκώνεις τίποτα, ούτε βάρος ούτε αμφιβολίες, αντ’ αυτού όλα μαγικά μπήκαν στη θέση τους. Αρκούσε ένα σίγουρο δικό σου «θέλω» και μόνο.
Τελικά μάλλον γι’ αυτό είναι οι αποφάσεις, για να δούμε πόσο μπορούμε να αντέξουμε μακριά από κάποια πράγματα και κάποιους ανθρώπους. Μεγάλα ξεκαθαρίσματα, που παίζουν ανάμεσα στο συναίσθημα και στη λογική και τελικά βρίσκουν τη δική τους ισορροπία.
Δε θέλουν χρόνο οι μεγάλες αποφάσεις, μερικά δευτερόλεπτα τους αρκούν, γιατί έχουν να κάνουν με μεγάλες επιθυμίες κι αυτές είναι πάντα σίγουρες. Ειλικρίνεια θέλουν και μία νύχτα μας φέρνει πάντα πιο κοντά στην αλήθεια μας, τότε που τείνουμε να γινόμαστε πιο εμείς από ποτέ. Γι’ αυτό μη σου φαίνεται περίεργο που μέσα σε άκυρα ξημερώματα, έκανες τις πιο σημαντικές ανακοινώσεις στον εαυτό σου.
Σβήσε τη μίζα, έφτασες εκεί που ήθελες να πας από καιρό, κάνε αυτό που λέει η καρδιά σου, μόνο εκείνη ξέρει. Εγώ πάω για ύπνο, ξημέρωσε…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη