Κάποια στιγμή στη ζωή μας –ελπίζουμε όλοι– γνωρίζουμε ένα άτομο με το οποίο νιώθουμε μία πλήρη ταύτιση, αδικαιολόγητα κι ανεξήγητα. Γνωριζόμαστε, λοιπόν, σε βάθος και, δίχως να το καταλάβουμε, εξαλείφεται η δυαδικότητά μας και καταλήγουμε ζευγάρι υπό τη μορφή της μονάδας πλέον.

Ερωτευόμαστε παράφορα τον άλλον και περνάμε όλο και περισσότερο χρόνο μαζί, δημιουργώντας στιγμές που γεμίζουν το άλμπουμ των αναμνήσεών μας. Μες στην πορεία της σχέσης αισθανόμαστε κάποτε την ανάγκη της επισημοποίησής της κι οδηγούμαστε έτσι στο πιο συμβατικό και συνηθισμένο σενάριο, στο γάμο και στο κλασικό μονόπετρο.

Μετά απ’ αυτό το βήμα κι αφού έχουμε βεβαιωθεί πλήρως για το σύντροφο, πλέον σύζυγό μας και τον εμπιστευόμαστε με κλειστούς οφθαλμούς, συνήθως επέρχεται η αδήριτη απαίτηση των εαυτών μας να διευρύνουμε τη μοναδικότητά μας ως ζευγάρι με την απόκτηση ενός τέκνου, οπότε μετριόμαστε ως τρεις πλέον αριθμητικά.

Με τον ερχομό του τέκνου είναι βέβαιο ότι το ζευγάρι θα έρθει σε επαφή με πρωτόγνωρες συγκινήσεις, που χαράζονται ως αξέχαστες στιγμές στο νου. Η πρώτη μιλιά, η πρώτη αγκαλιά, η πρώτη μέρα στο σχολείο, η πρώτη εκδρομή κ.τ.λ. Είναι απολύτως κατανοητό, λοιπόν, ότι οι γονείς επιθυμούν τη βίωση της κάθε πτυχής αυτής της πορείας, όμως, θέμα προβάλλεται όταν οι γονείς καταπιάνονται απ’ το τέκνο και το κάθε βίωμά του.

Το ζευγάρι χάνει κάθε είδους επαφή κι επικοινωνία, καθώς ως στόχος ορίζεται η ικανοποίηση κάθε ανάγκης του τέκνου κι όχι η καλοπέραση μίας οικογένειας, η οποία συμπεριλαμβάνει ένα ζευγάρι σεξουαλικά και συναισθηματικά χορτασμένο. Αν το ζευγάρι δεν ξεκλέβει λίγο χρόνο για τους ίδιους, καταλήγουν δύο ξένοι με κοινό παρανομαστή μονάχα ένα παιδί. Το τελευταίο πρέπει να είναι καρπός διαρκούς έρωτα, όχι στιγμιαίου.

Με βάση τα παραπάνω, η γυναίκα που αποκτάει ένα παιδί δεν περιορίζεται μόνο στο ρόλο της μητέρας, ούτε χάνεται από μέσα της η σεξουαλικότητά, η επιθυμία της συντροφικότητας και του ξεφαντώματος. Απ’ την άλλη πλευρά, ο παντρεμένος άντρας με παιδί δεν καθίσταται μόνο πατέρας κι οφείλει να δείχνει μία διαλλακτικότητα στις πολυάριθμες απαιτήσεις της γυναίκας, καθώς η απόκτηση ενός παιδιού μεταβάλλει εκτός απ’ το σώμα και την ανθρώπινη ψυχολογία.

Χρειάζεται μία ισορροπία ανάμεσα στο ρόλο του γονέα και του συντρόφου-συζύγου κι αυτή είναι αποτέλεσμα μόνο του να περνάει χρόνο το ζευγάρι μοναχοί, εκτός του πλαισίου του γάμου και γονικού προτύπου. Για παράδειγμα, το βράδυ του Σαββάτου ένα κρασί σε ένα γωνιακό μαγαζάκι, όπως τότε που έβγαινε το ζευγάρι πριν το παιδί.

Κάποιος θα αναρωτηθεί γιατί τόση εμμονή με την αναζωπύρωση του έρωτα του παντρεμένου ζευγαριού;  Γιατί τα συναισθήματα κατά κύριο λόγο είναι ευμετάβλητα κι ο άνθρωπος –επειδή απ’ τη φύση του δεν είναι ιδιαιτέρως πολυπράγμων– όταν ασχολείται κατά κόρον και καθημερινώς με κάτι (την ανατροφή του παιδιού), παραβλέπει ή βάζει σε δεύτερη μοίρα τις υπόλοιπες ανάγκες του (την ικανοποίησή του και την αποδοχή απ’ το σύντροφό του).

Βγείτε έξω, συζητείστε για τα ενδιαφέροντά σας και γενικότερα μη χάνετε επαφή με το διπλανό σας, γιατί έπειτα μπαίνει στο παιχνίδι η ζήλια, η μονοτονία, η απελπισία και τέλος ο χωρισμός και μην ξεχνάτε ότι υπάρχει ένα τέκνο στη μέση. Πρώτα άξιοι σύντροφοι και έπειτα άξιοι κηδεμόνες.

 

Συντάκτης: Βίκυ Αντωνιάδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη