Γράφει η Tamara.
Μου αρέσουν οι ιστορίες αγάπης που η αφήγησή τους ξεκινάει απ’ την αρχή τους και το τέλος είναι ευτυχισμένο, σε κάνει να ονειρεύεσαι, να κλείνεις τα μάτια και να φαντάζεσαι. Η αρχή της δικής μου ιστορίας μου φαίνεται τόσο θολή, με τόσα λάθη και τόσο καταδικασμένη για το φινάλε που εν τέλει έζησα.
Την έζησα, όμως, και δεν έχω να μετανιώσω για τίποτα, η αρχή αυτή μου χάρισε το πιο ακριβό και πολύτιμο δώρο, ένα μικρό θαύμα, έναν ήρωα που μόνο στα παραμύθια θα συναντούσε κανείς. Γράφοντας αυτές τις γραμμές, τελικά, αποφασίζω πως ούτε η μέση της ιστορίας μου αξίζει να αφηγηθεί, γκρίζα και γεμάτη στεναχώρια. Μακάρι να ήμουν απ’ τις λίγες που το έχουν ζήσει, μα οι στατιστικές λένε άλλα…
Έχουν αυξηθεί οι χωρισμοί γιατί μίκρυναν οι αξίες των ανθρώπων. Ο σεβασμός, η υπομονή, η αγάπη, η κατανόηση, η αίσθηση της ευθύνης έχασαν τη βαρύτητα που είχαν κι ίσως να μην την αποκτήσουν και ξανά.
Έτσι κι εγώ, μετά από πέντε χρόνια, μάζεψα τα πράγματά μου και έφυγα. Μετά από τόσους μήνες γράφω αυτή τη λέξη και μόνο εγώ ξέρω πόσα κρύβει από πίσω. Ατελείωτα ραντεβού με μεσίτες για ένα διαμέρισμα, νύχτες αξημέρωτες στη δουλειά για τα έξοδα που ήξερα ότι με περιμένουν, εξεταστική με τα τελευταία μαθήματα που έπρεπε να περάσω, η μετακόμιση κι η κάθε λεπτομέρεια που είχε σχέση με αυτήν, μα το πιο σημαντικό ήταν ο μικρός.
Πώς να εξηγήσω εγώ, πληγωμένη από όλα και με αυτοεκτίμηση ανύπαρκτη πλέον, με αβέβαιο παρόν κι ακόμη πιο αβέβαιο μέλλον σε έναν άνθρωπο μόλις 4,5 χρονών, στον γιο μου, ότι φεύγουμε. Όταν ήρθε εκείνη η στιγμή ένιωσα τόσο ανήμπορη, φοβήθηκα τις ερωτήσεις που δε θα είχα σίγουρα το κουράγιο να απαντήσω, τρόμαξα ότι θα αντιδράσει, ότι δε θα με ακολουθήσει, αμφέβαλλα για οτιδήποτε έχω κάνει, δεν ήμουν έτοιμη για να φύγω. Δε θα ήμουν ποτέ, αν ήξερα ότι πρέπει να γονατίσω μπροστά στον γιο μου και να του εξηγήσω ότι θα φύγουμε.
Το έκανα όμως, τον κοίταξα στα μάτια και του είπα ότι θα πάμε σε άλλο σπίτι, οι δύο μας μόνο, ότι ο μπαμπάς θα μείνει στο παλιό και θα τον βλέπει όπως και τώρα. Ένιωσα να χάνω την αίσθηση του χρόνου, πάγωσα, δεν περίμενα την ερώτηση. «Χωριστήκατε, μαμά; Επειδή μαλώνατε;». «Ναι, παιδί μου, χωρίσαμε, μαλώναμε και δεν μπορούμε άλλο να είμαστε μαζί, αλλά σε αγαπάμε, είσαι ο γιος μας, ο μπαμπάς θα έρχεται συνέχεια, σε λατρεύει».
Τα είπα όλα μαζί, όλα σωστά, σκέφτηκα μέσα μου, τα ξανασκέφτηκα, όλα σωστά, λέω, όλα ορθά. Φύγαμε και δεν ξαναμιλήσαμε γι’ αυτό. Δεν ξαναμιλήσαμε ούτε για τον μπαμπά. Ανησύχησα, άρχισα να ρωτάω τον μικρούλη μου αν του λείπει, αν θέλει να τον δει, έπαιρνα τηλέφωνο τον μπαμπά να έρθει να παίξει μαζί του, να τον πάει μια βόλτα.
Παρακαλούσα τον μπαμπά να έρθει. Παρακαλούσα τον μπαμπά του παιδιού μου, που αν μπορούσα δε θα τον έβλεπα ποτέ ξανά, που μου υποσχέθηκε μια ζωή μαζί, που ανταλλάξαμε όρκους αγάπης, άλλα τον έχασα στο δρόμο προς το «θα μας χωρίσει ο θάνατος» σε ένα μπαρ και καφενείο της γειτονιάς. Παρακαλούσα να έρθει να δει τον γιο του!
Κι ήρθα για λίγο στη θέση του. Αν ξυπνούσα μια μέρα κι έβλεπα ότι το άλλο μου μισό τα μάζεψε, πήρε το γιο μας κι έφυγε, τι θα έκανα; Αυτό που θα έκανα εγώ θα ήταν ακραίο, θα με έκλειναν στη φυλακή στη χειρότερη και στην καλύτερη θα τη γλύτωνα με περιοριστικά μέτρα. Γιατί εγώ στις σκάλες του καινούριου σπιτιού του θα κοιμόμουνα, για να ανοίγω τα μάτια μου και να βλέπω τον γιο μου να πηγαίνει νηπιαγωγείο, θα έπαιρνα τηλέφωνο κάθε βράδυ να ακούσω τη φωνή του, να του λέω πόσο τον αγαπώ και τι σημαίνει να τον έχω γιο, ότι είναι ευλογία, ότι με λυπήθηκε ο Θεός και μου τον έστειλε να τον έχω άγγελο στη γη να με προσέχει, ότι τον θυμάμαι και τον νοιάζομαι.
Θα πήγαινα μαζί του τις μέρες που δικαιούμαι βόλτες κι εκδρομές, θα κοιμόμουνα μαζί του τις νύχτες που θα τον είχα σπίτι αγκαλιά, ούτε ο Θεός δε θα μπορούσε να μας ξεκολλήσει. Θα περνούσα στο πλάι του την κάθε νύχτα στο νοσοκομείο, να τον ρωτάω αν πονάει, να του κρατάω το χέρι. Γιατί το αξίζει, γιατί είναι ήρωας, γιατί δεν κλαίει. Του παίρνουν αίμα και με κοιτάει στα μάτια: «Είδες, μαμά; Δεν ήταν τίποτα, ένα τσιπ μόνο».
Στη θέση του θα ήμουν πατέρας! Εγώ, όμως, απ’ τη δική μου θέση βλέπω αδιαφορία. Μπορεί να ‘χω κι άδικο, αλλά τηλέφωνα δεν παίρνει, τα Σαββατοκύριακα δεν έρχεται, στα γενέθλια ήταν απών, στο νοσοκομείο παρακάλεσα και φώναξα για να έρθει, στις καλοκαιρινές διακοπές πήρα τον γιο μου με πυρετό πίσω εγώ η ίδια, γιατί ο μπαμπάς τον άφησε αλλού και πήγε βόλτα -όταν τον παίρνει τον αφήνει στη γιαγιά.
Τον χώρισα γιατί όντας 4,5 χρονών ο γιος μου δεν πήγε ποτέ βόλτα με τον μπαμπά. Ο μπαμπάς πλήρωνε αδρά αρκεί να μην τον ενοχλούσαν, αρκεί να μην τον σήκωναν απ’ το τραπέζι, αρκεί να μην άφηνε τα παγάκια να λιώσουν στο ποτό του. Έδινε χρήματα και μεγάλωνε τον γιο του, μα είμαι αχάριστη, δε μου έφταναν. Ήθελα αγάπη, χρόνο κι ενδιαφέρον.