Ας ξεκινήσω με ένα περιστατικό που συναντάω πολύ συχνά στη δουλειά μου. Δουλεύω με παιδιά. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι βλέπω πολλές και διαφορετικές συμπεριφορές κάθε μέρα. Το κάθε παιδί ανάλογα και με το πώς είναι μεγαλωμένο, φέρεται κι αντίστοιχα.
Το περιστατικό που θα σταθώ είναι κάτι που με φτάνει πολύ συχνά στα όρια της υπομονής μου, καθότι είμαι και φύσει αντιδραστικό ον. Έρχονται, λοιπόν, κι αντί να ζητήσουν, για παράδειγμα, νερό με ευγενικό τρόπο, παίρνουν ένα ποτήρι κι αρχίζουν να το χτυπάνε στον πάγκο. Κι όσο εσύ τους λες να περιμένουν ένα λεπτό, τόσο αυτά το χτυπάνε όλο και πιο δυνατά. Δεν έχουν και καθόλου υπομονή, βλέπεις, στα έξι και στα εφτά τους χρόνια.
Όσο παιδιάστικο ή υπερβολικό κι αν σου ακουστεί γιατί «παιδιά είναι, μωρέ», με αυτό το στιλ κι ύφος μου ανάβουν λαμπάκια, ε, κι έτσι δε θα τρέξω κιόλας να τα εξυπηρετήσω. Προφανώς όχι γιατί δεν προλαβαίνω ή γιατί δε θέλω, αλλά μου φαίνεται αδιανόητο ένα παιδάκι τόσο μικρής ηλικίας να απαιτεί εμμέσως πλην σαφώς κάτι που θα μπορούσε να ζητήσει με έναν πολύ πιο ευγενικό τρόπο, αποφεύγοντας να γίνει επίμονο, προκλητικό κι εριστικό.
Κι ίσως να φαίνεται σκληρό να κρίνουμε έτσι ένα παιδί, μα το παιδί μεγάλωσε από ενήλικες που το έμαθαν να απαιτεί αντί να ζητάει ευγενικά και στη συνέχεια θα γίνει και το ίδιο ένας αντίστοιχος αγενής κι απότομος ενήλικας.
Είναι γνωστό και θα έπρεπε να είχε αφομοιωθεί απ’ όλους μας πως κάποιες φορές δεν έχει τόση σημασία το τι θα πεις, όσο ο τρόπος που θα το πεις. Υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που συνειδητά επιλέγουν να απευθύνονται στους άλλους με τρόπο αυταρχικό, λες και τους δίνουν εντολές. Λες και μιλάνε σε κάποιον υποδεέστερό τους, σαν να τους έχει δώσει κάποιος το δικαίωμα να μιλάνε όπως κι όσο προσβλητικά γουστάρουν.
Ε, λοιπόν, δεν πάει έτσι. Όσο ευγενική και πρόθυμη κι αν είμαι, θα χάσω απευθείας αυτά τα χαρακτηριστικά μου, μπροστά σε μια τέτοιου είδους παράλογη κι άξεστη συμπεριφορά. Και δεν είναι απλώς θέμα αντίδρασης (που φυσικά κι αβίαστα εννοείται πως απ’ την ενόχληση και τον εκνευρισμό θέλουμε να κάνουμε το ανάποδο απ’ ό,τι μας «διατάζουν»), αλλά δεν είναι δυνατόν να σου μιλάει κάποιος λες και του ανήκεις. Λες κι οφείλεις να κάνεις στο λεπτό αυτό που σου ζητάει με τόσο απαράδεκτο τρόπο.
Δε θα αντιδράσω ευγενικά και χαμογελαστά στην αγενή συμπεριφορά κάποιου αλαζόνα και γενικά δε θα ανεχτώ ούτε να με υποτιμούν ούτε να με μειώνουν. Είναι στοιχειώδεις αρχές αυτοσεβασμού.
Πριν βιαστείς να με κρίνεις ως υπερβολική, θυμήσου όλες εκείνες τις φορές που κάποιος σου μίλησε αυστηρά κι απότομα προστάζοντάς σε. Είτε ήταν η μαμά σου που σου έλεγε πάντα: «Πήγαινε αμέσως φτιάξε το δωμάτιό σου!» και «Διάβασε τα μαθήματά σου τώρα!» είτε ήταν η μεγάλη αδελφή σου που όταν βαριόταν να κάνει κάτι σου έδινε εντολές κι εσύ δυσανασχετούσες. Ακόμη και το αφεντικό σου, που προφανώς κι είναι λογικό να σου ζητήσει κάτι αλλά καθόλου δικαιολογημένο να σου μιλήσει υποτιμητικό τρόπο, σαν να ‘σαι δούλος του.
Σε καμία απ’ τις παραπάνω περιπτώσεις δε μας αρέσει, δεν το θέλουμε και κυρίως δεν το ανεχόμαστε. Και δεν έχει να κάνει με «μη μου άπτου» ανθρώπους κι εύθικτους χαρακτήρες, αλλά με ανθρώπους που εκτιμούν τον εαυτό τους και δεν επιτρέπουν σε κανέναν να τους φερθεί με τρόπο που δεν τους αξίζει.
Γι’ αυτό το λόγο, επιστρέφοντας στο αρχικό παράδειγμα, υποστηρίζω πάντα τη φράση: «Το παιδί και το σκυλί, όπως τα μάθεις». Μια παροιμία, ένα γνωμικό (όπως θες πες το) που μέσα στην απλότητά του δείχνει σοφία κι εμπειρία.
Δε φταίνε τα παιδιά. Φταίνε αυτοί που έχουν την ευθύνη τους. Εκείνοι που είναι υπεύθυνοι για τη διαπαιδαγώγησή τους, ιδιαίτερα τα πρώτα εύπλαστα χρόνια τους. Αυτοί είναι που πρέπει να φροντίσουν και για τους τρόπους και για να τους καλλιεργήσουν τον αυτοσεβασμό τους για να σέβονται αλλά και να διεκδικούν το σεβασμό κι απ’ τους απέναντι.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη