Οι επόμενες βδομάδες βρήκαν τον Ανδρέα και την Ελένη σχεδόν αυτοκόλλητους. Κάθε μέρα που περνούσε προσέθετε και λίγη ή πολλή γοητεία, πότε σε ‘κείνον και πότε σε ‘κείνη. Η επικοινωνία τους είχε γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους και φρόντιζαν να κλέβουν κάποιες στιγμές κάθε μέρα είτε για να τα πουν από κοντά (έστω και για λίγο) είτε για να μιλήσουν στο τηλέφωνο. Ήταν ευδιάκριτη, στον περίγυρο του καθενός, η αλλαγή στα πρόσωπά τους κι η λάμψη στα μάτια τους όταν μίλαγαν ο ένας για τον άλλο σε τρίτους.
Εκτός απ’ το χιούμορ και τα λογοπαίγνια –που είχαν την τιμητική τους μ’ αυτούς τους δυο κι έκαναν τα μυαλά τους να δουλεύουν με πολλές στροφές σαν καλολαδωμένες μηχανές– αυτό που έβρισκε ο Ανδρέας εξαιρετικά σπάνιο ήταν ότι εκείνη μπορούσε να τον ξεκλειδώσει μ’ ένα μοναδικό τρόπο. Μπορούσε να φωτίσει τα δωμάτια του μυαλού του σαν κάτι το απολύτως φυσιολογικό.
Η Ελένη, απ’ την άλλη, ένιωθε πως είχε βρει την αδερφή ψυχή της (αν και μέχρι εκείνη τη στιγμή πίστευε πως δεν υπάρχει κάτι τέτοιο) και πως μπορούσε να είναι ο εαυτός της, με όλα της τα ελαττώματα, χωρίς να φοβάται μην απορριφθεί. Για πρώτη φορά δεν ένιωθε ανασφάλεια!
Ήταν ξεκάθαρη η φιλική σχέση που αναπτυσσόταν, ήταν όμως και πασιφανές πως δεν ήταν μόνο φιλική. Ειδικά από ‘κείνη, που από την πρώτη τους τετ-α-τετ συνάντηση σ’ εκείνο το τσιπουράδικο είχε εκμυστηρευτεί, αυθόρμητα, μια μικρή ζήλια για την πρώην σχέση του.
Εκείνη τη στιγμή μπορεί ο Ανδρέας να χαμήλωσε αμήχανα τα μάτια του, αλλά το χαμόγελο που προσπαθούσε να κρύψει –για να μη φανεί υπερόπτης– δήλωνε ξεκάθαρα ότι η ειλικρίνεια κι ο αυθορμητισμός της ήταν κάτι που τον γοήτευαν, τον κολάκευαν και τον τρόμαζαν ταυτόχρονα. Κι εκείνη μπορούσε με διαύγεια να δει το φόβο του, αλλά αποφάσισε να μην προσποιηθεί. Αν κάποιος την ήθελε όπως ακριβώς ήταν, τότε θα μπορούσε να σταθεί δίπλα της. Ούτε πίσω της ούτε μπροστά της. Αυτό έψαχνε η Ελένη.
«Ελένη, κάτι έχεις κάνει και λάμπεις, βρε κορίτσι!», είπε η Μαριτίνα όταν επέστρεφε κάτι βιβλία, φροντίζοντας να μάθει από κοινούς γνωστούς (που είχε με τον Ανδρέα) τη σχέση που πήγαινε να δημιουργηθεί μεταξύ του πρώην της και της συναδέρφου που δε συμπαθούσε κι ιδιαίτερα.
«Θα είναι τα μπότοξ, Μαριτίνα, μη δίνεις σημασία. Είσαι σχεδόν δέκα χρόνια νεότερη κι έχεις πολύ καιρό μπροστά σου να με μιμηθείς. Βλέπε και μάθαινε!», απάντησε η Ελένη με ύφος υπεροπτικό και με το φρύδι σχεδόν σηκωμένο.
Κάπου εκεί έγινε ξεκάθαρο πως γνώριζε η μία για την άλλη και πως μεταξύ τους δεν υπήρχαν πια μυστικά. Η μεγάλη τους διαφορά, όμως, ήταν πως η Ελένη δε θα έμπαινε σε διαδικασία διεκδίκησης κανενός, ακόμη κι αν αυτό την έκανε να κλειστεί ξανά στον μικρόκοσμό της.
«Η πιο μεγάλη τέχνη είναι να ξέρεις να αποχωρείς την κατάλληλη στιγμή», σκέφτηκε και θυμήθηκε τον Νίτσε. Κι αν χρειαζόταν, θα αποχωρούσε. Με οποιοδήποτε κόστος.
Η Μαριτίνα μόλις επιβεβαίωσε τις υποψίες της, μηχανευόταν διάφορους τρόπους για να προσπαθεί να κάνει την Ελένη να νιώθει ανασφάλεια (χωρίς επιτυχία για κακή της τύχη) αλλά και να υπενθυμίζει στον Ανδρέα την παρουσία της κι εκτός δουλειάς.
Είχε αρχίσει τα τηλεφωνήματα, τα μηνύματα και τις απροειδοποίητες επισκέψεις στο σπίτι του. Εκείνος απέφευγε να κάνει κουβέντα στην Ελένη γι’ αυτό, καθώς είχε καταλάβει πως εκείνη είχε αρχίσει να τον ερωτεύεται και δεν ήθελε να τη στεναχωρεί, αλλά ήξερε ταυτόχρονα πως η Ελένη μπορούσε να καταλάβει ακόμη κι αυτά που δεν της έλεγε. Στο ίδιο μήκος κύματος κι εκείνη, απέφευγε να μιλάει στον Ανδρέα για τον Αργύρη και πόσο πιεστικός κι επιθετικός είχε γίνει όταν εκείνη του εκμυστηρεύτηκε, στο τάχα πολιτισμένο πλαίσιο του χωρισμού τους, πως υπάρχει ο Ανδρέας στη ζωή της κι ότι δεν τον βλέπει μόνο φιλικά.
«Λέω αυτό το Σαββατοκύριακο να πάμε ένα ταξίδι», της είπε κι η καρδιά του χτύπαγε σαν τρελή φοβούμενος την απόρριψη.
«Την Παρασκευή στις εφτά θα είμαι έτοιμη, πέρνα να με πάρεις», του απάντησε κλείνοντάς του το μάτι όλο νόημα η Ελένη.
«Καλά, δε θα ρωτήσεις πού, πώς και γιατί;», τη ρώτησε ο Ανδρέας φανερά χαρούμενος και χαμογελώντας πονηρά.
«Δεν είμαστε 18, μωρέ! Πες μου μόνο αν θα είναι βουνό ή θάλασσα να ξέρω τι εξοπλισμό να πάρω», απάντησε εκείνη γελώντας δυνατά. «Πάμε για κυνήγι ή για ψάρεμα;», τον ρώτησε κοιτώντας τον στα μάτια σοβαρά και σε δευτερόλεπτα τα γέλια τους ακούστηκαν δυο τετράγωνα παρακάτω.
Κάτι που φόβιζε τον Ανδρέα σ’ όλο αυτό ήταν πόσο του έλειπε η Ελένη όταν δεν επικοινωνούσαν σκεπτόμενος πόσο λίγο καιρό έχει που ξεκίνησε αυτή η στενή συναναστροφή. Του γέμιζε την καθημερινότητα, του άρεσε που τον νοιαζόταν και την αναζητούσε όταν εκείνη δεν έδινε σημεία ζωής. Υπήρχαν στιγμές που η σκέψη του έτρεχε στην πρώην του και στα λάθη που δεν ήθελε να επαναλάβει. Στην πραγματικότητα, φοβόταν να ομολογήσει στον εαυτό του πως ίσως να είχε μπροστά του τον αληθινό έρωτα και που παρ’ όλες τις ενδεχόμενες διαφορές που υπήρχαν, αποζητούσε τη συντροφιά της, το γέλιο της, ακόμη και την ειρωνεία της πολλές φορές -αν κι αυτό τον νευρίαζε ως επί το πλείστον. Έπιανε τον εαυτό του, όμως, να ψάχνει ακόμη και τη σιωπηλή παρέα της. Αλλά τα στεγανά του τον έκαναν να φοβάται ν’ αφεθεί.
Η Ελένη απ’ την άλλη ήταν πολύ ξεκάθαρη με τον εαυτό της. Θυμόταν τον Φρόιντ που έλεγε πως η λογική –αν και δεν την χρησιμοποιούσε πολύ γενικά– είναι καλός συμβουλάτορας σε δευτερευούσης σημασίας αποφάσεις, αλλά στα κρίσιμα ζητήματα η απόφαση πρέπει να έρχεται απ’ την καρδιά. Κι η δική της καρδιά κόντευε να σπάσει, αλλά ήθελε να τον αφήσει να κάνει εκείνος το πρώτο βήμα. Ήξερε πως το είχε ανάγκη να έχει τα ηνία στα χέρια του ο Ανδρέας. Θα του έδιωχνε τις ανασφάλειες. Οπότε θα περίμενε.
Ήταν Τετάρτη όταν εκείνος δεν απαντούσε στα μηνύματα και στις κλήσεις της Ελένης. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία. Όσο όμως η μέρα περνούσε κι εκείνος δεν έδινε σημεία ζωής, άρχισε ν’ ανησυχεί. Ώσπου κάποια στιγμή της τηλεφώνησε ο Αργύρης.
«Πρέπει να ενημερώνεις τους άντρες που συναναστρέφεσαι πως δεν είσαι μονογαμική!» της είπε με φανερή κακία. «Τώρα που του έστειλα τη φωτογραφία σου αγκαλιά με τον άλλον, θα δεις πως μόνο εγώ σε δέχομαι όπως είσαι και θα τον ξεχάσεις τον καθηγητάκο σου!» συνέχισε με ειρωνεία.
Σε λίγες ώρες η Ελένη ξετύλιξε το κουβάρι και κατάλαβε πως ο Αργύρης ήταν η αιτία που ούτε στη δουλειά δεν είχε εμφανιστεί σήμερα ο Ανδρέας. Περίμενε για ώρες ένα τηλεφώνημά του, γιατί πίστευε πως ακόμη κι αν είχε πιστέψει τον πρώην της, θα ήθελε να μιλήσει μαζί της -έστω και για να τη βρίσει. Μα εκείνος δεν εμφανίστηκε.
«Ελένη, είμαι πολύ χαρούμενη» της είπε η Μαριτίνα με περίσσια χαρά την Παρασκευή στο σχόλασμα. «Όλα δείχνουν πως θα τα ξαναβρώ με τον πρώην μου».
«Πολύ χαίρομαι και για τους δυο σας, κορίτσι!», απάντησε χαμογελώντας και χωρίς ν’ αφήσει ίχνος της δυσάρεστης έκπληξης να φανεί.
Κι η στεναχώρια της μετατράπηκε σε θυμό κι έτσι αποφάσισε να τον διαγράψει απ’ τη ζωή της, αφού όλα έδειχναν πως δεν είχε αξιολογήσει καλά την αδερφή ψυχή της! «Μάλλον έκανε λάθος ο Φρόιντ τελικά» σκέφτηκε αποδεχόμενη την ήττα της, μειδιάζοντας μελαγχολικά.
Η χημική αντίδραση μόλις είχε αλλάξει μοριακό βάρος…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη