«Γράψε μεθυσμένος, επιμελήσου νηφάλιος» είναι ένα απ’ τα quotes που κυκλοφορούν στο internet κι αποδίδεται στον Ernest Hemingway, ενώ όπως διάβασα ψάχνοντας δεν το είπε, λέει, τελικά ο ίδιος. Όπως και να ‘χει, όποιος κι αν το έχει πει –δυστυχώς δεν ανακαλύψαμε μάλλον ακόμη την πραγματική πηγή της φράσης– πάμε να δούμε αν ισχύει γιατί με την πρώτη ματιά φαίνεται ενδιαφέρουσα προσέγγιση. Είναι όμως;
Εμείς οι γραφιάδες είμαστε άνθρωποι συνήθως χαοτικοί και χειμαρρώδεις. Κάτι το οποίο δεν είναι πάντα απαραίτητο να κάνει μπαμ με την πρώτη ματιά. Πολλοί από εμάς ανήκουμε στους εσωστρεφείς εκείνους τύπους, που ενώ σκέφτονται άπειρα πράγματα με άπειρα παρακλάδια ταυτόχρονα, πολλές φορές μοιάζουν τόσο ήσυχοι που οι γύρω πιστεύουν ότι έχουν αγγίξει άλλα επίπεδα ζεν.
Ωστόσο, οι εκρήξεις μας αυτές οι εσωτερικές, αυτή μας η διαρκής αναζήτηση, εκφράζονται σχεδόν πάντα στο χαρτί ή στην οθόνη μας με τόσο φυσικό τρόπο, λες κι η γραπτή είναι η μητρική γλώσσα της αβύσσου που κουβαλάμε.
Βρίσκουμε έμπνευση εκεί που άλλοι βλέπουν το απόλυτο «τίποτε» κι είμαστε έτοιμοι απ’ αυτό να γεννήσουμε τα πάντα. Τα δάχτυλά μας και το κεφάλι μας είναι τόσο άμεσα συνδεδεμένα που θα μας ήταν πολύ πιο εύκολο αν μπορούσαμε να συναναστρεφόμαστε γραπτώς τον έξω κόσμο αντί να μιλάμε.
Ακόμη κι εμείς όμως έρχονται κάποιες στιγμές που αισθανόμαστε πως κάτι μέσα μας σκοντάφτει. Είναι οι κενές εκείνες ώρες όταν η έμπνευση κοιμάται ή όταν τα συναισθήματά μας για διάφορους λόγους έχουν παγώσει. Κάπου εκεί ακόμη και το brain storming φαντάζει σχεδόν αδύνατο.
Το αλκοόλ κάνει συνήθως τους ανθρώπους πιο επιρρεπείς στην έκφραση, μειώνει τις αντιστάσεις, μεγεθύνει συναισθήματα, αχρηστεύει το φιλτράρισμα της λογικής. Υπό αυτήν την οπτική, ίσως πιστέψει κανείς πως το να γράφεις μεθυσμένος, εφόσον όλα είναι μέσα σου στο κόκκινο κι ο οργανισμός σου στέκει παραδομένος σε ένστικτα κι ευαισθησίες, είναι καλή ιδέα ώστε να βγουν όλες σου οι σκέψεις ανόθευτες στη φόρα χωρίς το σκάλωμα της υπερανάλυσης.
Το ν’ αφήνεται απόλυτα ελεύθερος ο νους να δημιουργήσει χωρίς λογικές παρεμβολές και λογοκρισίες είναι μια κατάσταση που από μόνη της μπορεί να σε εμπνεύσει.
Για όσους ασχολούνται με πιο αφηρημένους τρόπους γραφής, με ποίηση, με πιο ημερολογιακού τύπου καταγραφές, πιο συναισθηματικής φύσεως άρθρα και θέματα που δε χρειάζονται απαραιτήτως λογική συνέχεια και δομή, ίσως γράφοντας κάποια στιγμή έχοντας κάνει αυτό που λέμε κεφάλι, να συνειδητοποιήσουν ότι λειτουργούν πιο απελευθερωμένα ακόμη κι απ’ όλα, όσα ο εαυτός τους δεν τους αφήνει να παραδεχτούν στους ίδιους.
Κάπως έτσι, θα αισθανθούν στη δεδομένη φάση ίσως κάποιου είδους λύτρωση που θα ονομάσουν έμπνευση, μιας κι ο τρόπος που θα εκθέτουν όσα θα τρέχουν μανιωδώς μέσα στο κεφάλι τους μάλλον θα θυμίζει τη σκόρπια καταγραφή σκέψεων σε κάποια ψυχολογικά τεστ.
Βέβαια όταν έρθει η ώρα να επιμεληθούν, νηφάλιοι πια, όσα έγραψαν υπό την επήρεια του ποτού, πιθανότατα θα αντιληφθούν πως ό,τι έχουν αποτυπώσει είναι μεν χρήσιμο για την ψυχολογική τους εμβάθυνση, το ψυχογράφημα κάποιου χαρακτήρα ή την απόδοση μιας ατμόσφαιρας, αλλά ως κείμενο μάλλον θα ήταν δύσκολο να σταθεί κι αυτό γιατί πολλές φορές όσα φαντάζουν λογικά σ’ ένα μεθυσμένο δεν είναι παρά ασυναρτησίες για ένα νηφάλιο, κι ας έχουμε περάσει όλοι κι απ’ τις δύο φάσεις. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για συγγραφείς μυθιστορημάτων ή κειμένων με αυστηρή δομή και σκαλωτή συνέχεια.
Η ψυχολογική εμβάθυνση παρ’ όλα αυτά είναι ομολογουμένως μια καλή αρχή ώστε να καταφέρει κάποιος να εκφράσει στο τέλος όλα, όσα τον προβληματίζουν. Γι’ αυτό και το αφιλτράριστο υλικό ενός μεθυσμένου γραφιά δεν είναι εντελώς άχρηστο, αφού προσφέρει έδαφος προς εξερεύνηση μύχιων σκέψεων, μια πολύ καλή βάση για ένα κείμενο αντίστοιχου ύφους.
Σίγουρα, για παράδειγμα, το να είσαι ερωτευμένος και να βγάζεις τα εσώψυχά σου έχοντας πιει το Βόσπορο για πάρτη του ή για πάρτη της φαντάζει γοητευτικό. Κι ο έρωτας είναι ένα απ’ τα κυρίαρχα θέματα ανάπτυξης για εμάς τους γραφιάδες. Όπως γοητευτικά φαντάζουν και διάφορα, άλλα, σκοτεινά συναισθήματα σαν την απομόνωση, τη μελαγχολία, την εγκατάλειψη κι οτιδήποτε νιώθουμε πως χρειάζεται να ξορκιστεί με μελάνι. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η φαινομενικά αλλοπρόσαλλη βάση δεδομένων ενός μεθυσμένου, ίσως αποδειχτεί θησαυρός για τη μετέπειτα νηφάλια απόδοσή τους.
Απ’ την άλλη πλευρά, δε θα ήταν καλό σε καμία περίπτωση να ταυτίσουμε το αλκοόλ ή κάθε άλλου είδους εξάρτηση με τη δημιουργία. Απ’ τη στιγμή που οτιδήποτε καταλήγει να γίνεται εξάρτηση σκοτώνει από μόνο του κάθε δημιουργικό κομμάτι του μυαλού μας.
Άλλο είναι να τύχει κανείς να καταγράψει όσα αισθάνεται όντας κάποια στιγμή μεθυσμένος, άλλο να θεωρεί απαραίτητη κάποια μορφή κατάχρησης προκειμένου ν’ αφεθεί. Σε υπερβολικές καταστάσεις επιτυγχάνονται τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα κι ένας σκουπιδιασμένος νους δεν μπορεί, εκ των πραγμάτων, να ταυτιστεί με κανένα πρόσωπο της έμπνευσης. Τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη την έμφυτη έκσταση ενός καλλιτέχνη, που δε χρειάζεται καμιά εξωτερικής φύσεως παρεμβολή ώστε να υπάρξει. Ο λεγόμενος οίστρος, που λέμε, σε οδηγεί συνήθως σε μια εκστατική διάσταση εν τω μέσω της οποίας δεν αντιλαμβάνεσαι ούτε ο ίδιος καλά-καλά πώς κάνεις ό,τι κάνεις.
Για να μπει ένας άνθρωπος σ’ αυτό που οι ψυχολόγοι ονομάζουν ροή –όρος που αποδίδεται στον ψυχολόγο Mihaly Csikszentmihalyi– χρειάζεται ένας ξεκούραστος, απερίσπαστος νους έτοιμος να αφοσιωθεί πλήρως στη δραστηριότητα με την οποία καταπιάνεται.
Κατά τη διάρκεια της ροής όλα γύρω μας χάνονται, νιώθουμε πως είμαστε ικανοί να φέρουμε εις πέρας τα πάντα –γι’ αυτό κι αισθανόμαστε απερίγραπτη ευφορία– κι είναι σαν να έχουμε μείνει μόνο εμείς κι αυτό με το οποίο έχουμε καταπιαστεί πάνω στη Γη. Οι επιδόσεις μας πολλαπλασιάζονται κι η συγκέντρωσή μας επικεντρώνεται εκεί που πρέπει στο μέγιστο βαθμό. Όπως είναι φυσικό, μια τέτοια, μαγική κατάσταση κανείς μεθυσμένος δε θα μπορούσε να βιώσει.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου