Οι επόμενες βδομάδες πέρασαν γρήγορα. Εκείνη το έριξε στη δουλειά, στο διάβασμα και στα σεμινάρια κι εκείνος φρόντισε να κάνει εσπευσμένα εκείνο το επαγγελματικό ταξίδι στο εξωτερικό που του ζητούσαν καιρό απ’ το πανεπιστήμιο κι όλο το ανέβαλλε. Ένα ταξίδι που θα τον κρατούσε για δύο με τρεις μήνες στη Γερμανία. Η Μαριτίνα, τυπική και κακόκεφη, της ζητούσε διάφορα αρχεία σε ηλεκτρονική μορφή, γιατί όπως έλεγε έπρεπε να τα στείλει στον προϊστάμενό της̣· έτσι τον αποκαλούσε τον τελευταίο καιρό χωρίς κανένα χρώμα στον τόνο της φωνής της.
Η εγκεφαλική επικοινωνία την οποία είχαν αναπτύξει μεταξύ τους ο Ανδρέας κι η Ελένη όλο αυτό τον καιρό που ήταν σχεδόν ζευγάρι, είχε ακόμη τις πύλες της ανοιχτές κι έτσι –όπως και τότε– εκείνη ήξερε πως δεν ήταν κάτι ανούσιο κι ασήμαντο για το παραλίγο ταίρι της. Ήταν σίγουρη πως τις ώρες που το μυαλό του ηρεμούσε τη σκεφτόταν, όπως κι εκείνη. Όπως ήταν βέβαιη πως εκεί που ήταν έκανε ανούσιες επαγγελματικές και μη γνωριμίες καθώς κι επιφανειακές παρέες με ανθρώπους που ίσως και να μη γύριζε να τους κοιτάξει πριν. Του άρεσε η επιβεβαίωση, ιδιαίτερα απ’ το γυναικείο φύλο, ακόμη κι αν δεν είχε πρόθεση να κάνει κάτι παραπάνω.
«Είναι το πέμπτο μήνυμα που σου στέλνω. Αν η πνευματική σου ηλικία συμβαδίζει με τη βιολογική, απάντησέ μου -έστω κι αν είναι για να μου πεις ότι δε θες να σε ξαναενοχλήσω» έγραψε η Ελένη καθώς είχαν περάσει ο απαραίτητος καιρός όπου ο θυμός υποχώρησε κι έδωσε ξανά τη θέση του στο ενδιαφέρον.
Ήταν βέβαιο πως τον αγαπούσε, μ’ εκείνον τον ηλίθιο ρομαντικό τρόπο που αγαπάει μια αθεράπευτα ρομαντική ψυχή που κρύβεται πολύ καλά κάτω απ’ την πανοπλία της αυτοπεποίθησης, της ισχυρογνωμοσύνης και του κυνισμού, ακόμη κι αν δεν είχαν φιληθεί καν κι ήταν βέβαιο πως δε φοβόταν να παραδεχτεί πόσο πολύ τον ήθελε. Ούτε τον εγωισμό της φοβόταν να ρίξει. Ήταν κι ο χαρακτήρας της που την ανάγκαζε να θέλει να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Έπρεπε να σιγουρευτεί πως δεν κόλλησε στην παρέα της επειδή απλώς ήθελε κι από ‘κείνη την επιβεβαίωση.
Η Ελένη πήγαινε πάντα με τη γροθιά στο μαχαίρι κι όσες φορές το απέφυγε δεν της βγήκε σε καλό, ακόμη κι αν η τελική έκβαση ήταν εις βάρος της. Ήθελε πάντα να ξέρει πού βαδίζει και καμιά φορά αυτό την έκανε πιεστική και σκληρή, αλλά είχε τελειώσει καιρό πριν με τα στρατηγικά παιχνίδια του τύπου «πώς να τον κάνετε να τρέχει από πίσω σας» και κάτι παρόμοια κλισέ που τα θεωρούσε το λιγότερο εξευτελιστικά.
Μετά από ένα εικοσιτετράωρο περίπου της ήρθε η απάντηση: «Δε θέλω να επικοινωνούμε άλλο…». Ήταν προετοιμασμένη και για αυτή την εκδοχή, ακόμη κι αν προσευχόταν να μη λάβει τέτοια απάντηση. Για την ακρίβεια, επίσης λόγω χαρακτήρα, αν περίμενε κάποια απάντηση ήταν σίγουρη πως κάτι τέτοιο θα της έλεγε. Οπότε, ακόμη κι αν δεν πίστεψε ότι οι λέξεις «θέλω» κι «άλλο» ήταν στ’ αλήθεια αυτά που ένιωθε ο Ανδρέας –μάλλον στόλιζαν περίτεχνα έναν τοίχο αυτοάμυνας, αυτοπροστασίας κι ίσως και κάποιας μορφής δειλία–, δεν είχε άλλη επιλογή απ’ το να το σεβαστεί και να υποχωρήσει σιωπηλά και με αξιοπρέπεια.
Οι μήνες πέρασαν σαν νερό. Ο Δεκέμβριος μπήκε βρίσκοντας την Ελένη να μετακομίζει σε νέο σπίτι και να έχει πάρει προαγωγή σε καλύτερη διοικητική θέση στην ίδια πόλη, αλλά όχι στο πανεπιστήμιο όπου εργαζόταν εκείνος. Νέα του δεν είχε, καθώς δεν επιδίωκε να μάθει πια, αφού μόνο κακό θα της έκαναν και φρόντιζε να γεμίζει ασφυκτικά το εικοσιτετράωρό της έτσι ώστε να μην της μένει χρόνος για υπεραναλυτικές σκέψεις, αναμνήσεις συναισθηματικά φορτισμένων στιγμών κι ερωτήσεις τύπου «τι θα γινόταν αν;».
Η επικοινωνία της με τον Αργύρη είχε περιοριστεί σε 3-4 τυπικά τηλεφωνήματα το μήνα, καθώς είχαν συνεταιριστεί χρόνια πριν επαγγελματικά ανοίγοντας ένα μικρό βιβλιοπωλείο κι η Ελένη ήταν υπεύθυνη για την επικοινωνία με διάφορους εκδοτικούς οίκους. Βέβαια, ο Αργύρης προσπαθούσε ακόμη με πλάγιο τρόπο να της δείξει πως αν εκείνη θέλει, μπορούν να ‘ναι και πάλι μαζί, όμως εκείνη εκτός απ’ το ότι αντιπαθούσε οτιδήποτε πλάγιο, φρόντιζε να συνοψίζονται οι συζητήσεις τους στα απολύτως απαραίτητα.
Ένιωθε καλά, είχε βρει λίγη απ’ την εσωτερική της ηρεμία πάλι και προσπαθούσε να μη θυμάται. Οι παρέες δεν της έλειπαν ποτέ, είχε γίνει όμως πολύ επιλεκτική και προτιμούσε να μένει σπίτι να διαβάζει και ν’ ακούσει μουσική απ’ το να αναλώνει το χρόνο της με κατ’ ανάγκη συντροφιές. Αν ήθελε να βγει απ’ το σπίτι πήγαινε στη θάλασσα. Η θάλασσα ήταν το καταφύγιό της από παιδί, χειμώνα-καλοκαίρι. Στις όμορφες και στις άσχημες στιγμές της ζωής της.
«Τα έμαθες; Επέστρεψε ο προϊστάμενός μου, επιτέλους!» της είπε μεταξύ άλλων η Μαριτίνα όταν συναντήθηκαν τυχαία στο δρόμο κάποιο απόγευμα, λίγες μέρες αφού είχε μπει ο τελευταίος μήνας του χρόνου.
«Καλώς τον δέχτηκες, λοιπόν», απάντησε η Ελένη κι αντί για την μπίρα που είχε κανονίσει να πάει να πιει με μια παλιά της φίλη εκείνο το σούρουπο, φόρεσε τις φόρμες της και τα αθλητικά της παπούτσια και πήγε εκεί δίπλα στο κύμα να πάρει ανάσες.
Ήταν απόγευμα 7 του Δεκέμβρη όταν έφευγε απ’ τη δουλειά της και τον βρήκε να την περιμένει στην πόρτα. Τα πόδια της λύγισαν, η αναπνοή της σχεδόν κόπηκε, οι παλμοί της καρδιάς της έγιναν ακανόνιστοι και βούρκωσε ακαριαία όταν την κοίταξε στα μάτια με ‘κείνη την αθωότητα μικρού παιδιού που φαινόταν ότι καταλάβαινε πως είχε κάνει κάτι λάθος. Άλλωστε, παρόλο που οι δυο τους φλυαρούσαν ακατάπαυστα όταν βρισκόντουσαν, ο τρόπος που επικοινωνούσαν οι σιωπές τους ήταν εξαιρετικά σπάνιος.
«Μου λείψαμε» της είπε κοιτάζοντας την κατάματα και με φανερή αυτοπεποίθηση. «Πάμε; Έχουμε αφήσει κάτι στη μέση και νομίζω αρκετό καιρό μας βασάνισα» συνέχισε πιάνοντάς της τα χέρια και προσπαθώντας να συναντήσει το βλέμμα της που ήταν σαν να μην πίστευε αυτό που έβλεπε κι άκουγε.
Οι ώρες που ακολούθησαν τους βρήκαν σε ‘κείνο το μαγαζί που είχαν πάει την πρώτη φορά οι δυο τους, να εξομολογούνται συναισθήματα, να εξηγούν και να απολογούνται ο ένας στον άλλο για τους ίδιους αλλά και για τους πρώην τους που είχαν βάλει το χεράκι τους για όσα είχαν διαδραματιστεί τους προηγούμενους μήνες στη μεταξύ τους σχέση.
«Δυσκολεύομαι να το πιστέψω όλο αυτό που γίνεται τώρα» του είπε η Ελένη. «Κι αν αύριο έρθει πάλι κάποιος και σου πει ότι είμαι παντρεμένη και μάλιστα δίγαμη και σου δείξει και φωτογραφίες γάμου; Τι θα γίνει τότε; Σε ποια ήπειρο θα πας;».
«Θα φροντίσω να έρθω να σε ρωτήσω, ακόμη κι αν θέλω να σε σφάξω! Γιατί όπως ζητούσα από σένα να είσαι ειλικρινής μαζί μου κι απαιτούσα να μου λες αυτά που σε ρίχνουν, σε χαλάνε ή σε προβληματίζουν κι ειδικά αν με αφορούν, θα το κάνω κι εγώ» της απάντησε. «Έχεις καμιά άλλη απορία ή μπορώ να σε φιλήσω που κρατιέμαι με το ζόρι απ’ την ώρα που σε είδα να βγαίνεις απ’ την…».
Η φράση αυτή δεν τελείωσε ποτέ. Η μαγική στιγμή που ο Ανδρέας έπαιρνε τα ηνία στα χέρια του είχε φτάσει. Γιατί αν εκείνος ήθελε μία, εκείνη ήθελε εκατό. Κι ήταν καιρός να πέσουν οι πανοπλίες και των δύο. Χωρίς στεγανά, ανασφάλειες, φοβίες κι αμφιβολίες. Κι όπου έβγαινε και για όσο κρατούσε. Από μια αληθινή αγάπη, ακόμη κι αν δεν κατέληγε παντοτινή, μόνο καλά πράγματα θα έπαιρναν προίκα κι εκείνος κι εκείνη.
Η χημική αντίδραση μόλις είχε πάρει φωτιά!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη