Εσύ τι τύπος ανθρώπου είσαι; Αυτός που κρατάει τα πάντα απ’ το παρελθόν του –είτε είναι ρούχα, είτε είναι πρόσωπα, συναισθήματα ή παιχνίδια– ή αυτός που τα πετάει όλα και θέλει να αδειάζει απ’ ό,τι δε χρειάζεται πια; Αν ανήκεις στην πρώτη κατηγορία, καταλαβαίνεις απόλυτα (και λογικά συμμερίζεσαι) την ανάγκη ορισμένων να κρατούν τεκμήρια απ’ τα παλιά, απ’ την παιδική τους ηλικία κι ό,τι θυμίζει αγαπημένους τους. Όταν τώρα μιλάμε για γονείς, μιλάμε για τη συνήθειά τους να κρατούν αντικείμενά σου απ’ τα πρώτα χρόνια σου για να μην τα ξεχάσεις και φυσικά για να τα δείξεις (όταν κι αν έρθει εκείνη η στιγμή) κι εσύ με τη σειρά σου στα παιδιά σου.
Η ανάγκη μας αυτή να μην αποχωριζόμαστε πράγματα από διάφορες περασμένες φάσεις της ζωής μας, δείχνει ένα δέσιμο και μία σύνδεση μ’ αυτά, που μας κάνει δύσκολο το να τα αφήσουμε πίσω μας. Δεν αναφερόμαστε σε ψυχαναγκασμούς κι υπερβολές του τύπου «μαζεύω ό,τι σαβούρα βρω μήπως κάποτε κάπου μου χρησιμεύσει», αλλά γι’ αυτή τη γλυκιά νοσταλγία και τη βαθιά συναισθηματική ένωση με καταστάσεις που αναζητάμε πομπούς κι εγγυήσεις για να μας υπενθυμίζουν κομμάτια και πρόσωπα της ζωής μας που δε θέλουμε να ξεχάσουμε. Το σίγουρο είναι ότι όλοι έχουμε αντικείμενα αξίας απ’ το παρελθόν, που κρατάμε σαν φυλαχτά, κυρίως γιατί η αξία αυτή είναι συναισθηματική.
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει συνδέσει κάποια στιγμή απ’ τη ζωή του με μία ανάμνηση, με μία φωτογραφία κι έναν ξεχωριστό άνθρωπο με ένα προσωπικό του αντικείμενο. Και δεν υπάρχει επίσης και κάποιος που να μην έχει νιώσει ότι θέλει να κρατήσει κάτι, οτιδήποτε από κάποιο κοντινό του πρόσωπο, πόσο μάλλον απ’ την οικογένειά του, για τον οποιοδήποτε λόγο. Μπορεί να ‘ναι ένα πουκάμισο, ένα κομπολόι, παντόφλες, ένα τάβλι ή ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Κάτι για τους πολλούς κοινό κι αδιάφορο, αλλά για εκείνον μοναδικό, αφού το ‘χει συνδέσει με κάποιον που αγαπά.
Σκέψου τώρα και τους γονείς μας. Το παιδί τους είναι πάνω από όλους κι από όλα για εκείνους, γι’ αυτό και κρατάνε από φωτογραφίες, μέχρι τα πρώτα ρουχαλάκια και παιχνίδια απ’ όταν ήμασταν μωρά. Θέλουν με κάποιον τρόπο να κρατάνε κάθε στιγμή μας, να μην αφήσουν καμία ανάμνηση να ξεθωριάσει απ’ τη βρεφική μας ηλικία, από όταν ήμασταν μικροσκοπικά πλασματάκια εξαρτημένα και κολλημένα πάνω τους, μέχρι και την εφηβεία με τις πρώτες επαναστάσεις μας και την αντιδραστικότητα σε όλα. Κι ενώ εσύ μπορεί να θέλεις να ξεχάσεις κάποια απ’ αυτά γιατί τάχα σε ντροπιάζουν και σου δημιουργούν αμηχανία, αναρωτιέσαι γιατί εκείνοι θέλουν να τα κρατάνε όλα αυτά.
Γιατί πολύ απλά εκτός του ότι θέλουν να θυμούνται και να αποθηκεύουν κάθε στιγμή σας, θέλουν κι εσύ να μην ξεχάσεις ποτέ την πορεία σου μέχρι την ενηλικίωση, να μην ξεχάσεις το παρελθόν σου, για να θυμάσαι πάντα ποιος είσαι. Κι έτσι συντηρούν κι έναν κύκλο αγάπης, φέρνοντας κάτι απ’ τα παλιά στο μέλλον. Όπως εσύ χρησιμοποίησες κάποια δικά τους αντικείμενα όταν ήσουν μικρό (κάποιο κουβερτάκι ίσως που είχε κρατήσει η γιαγιά σου), έτσι θέλουν κι εκείνοι τα παιδιά σου να ‘χουν κάτι δικό σου, κάτι απ’ την ιστορία της ζωής σου. Κυρίως για τα εγγόνια τους δουλεύουν.
«Όταν θα κάνεις παιδιά θα καταλάβεις», όπως λέει κι η μάνα σου, κι αν τώρα τα θεωρείς όλα αυτά υπερβολές και τα χλευάζεις, θα σε δεις να κρατάς ό,τι τους ανήκει, ειδικά το πρώτο τους φορμάκι και το αγαπημένο τους παιχνίδι. Και θα θέλεις φυσικά να τους δώσεις κι εσύ κάτι δικό σου απ’ όταν ήσουνα παιδί. Τις πορσελάνινες κούκλες που σου έκανε δώρο ο νονός σου, τα playmobil που έπαιζες με τον αδερφό σου, όλα αυτά θα θυμίζουν τις ομορφότερες στιγμές και θα δημιουργούν νέες.
Μια συναισθηματική κληρονομιά που συντηρεί την αγάπη από γενιά σε γενιά. Γι’ αυτό μόνο ευγνώμονες μπορούμε να ‘μαστε απέναντι στους γονείς μας κι όλα εκείνα τα αντικείμενα που κράτησαν για να μας υπενθυμίζουν όσα δεν περιγράφονται με λέξεις.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη