«Γεια, τι κάνεις;»

«Καλά, εσύ;»

«Καλά».

Χιλιοειπωμένη στιχομυθία κι ίσως ο πιο τυπικός καθημερινός διάλογος. Κάποτε (σπάνια) ίσως να ‘χει αξία, να δηλώνει ενδιαφέρον αυτή ερώτηση, μα όταν προφέρεται απ’ το στόμα δυο ανθρώπων που κάποτε υπήρξαν κάτι πολύ παραπάνω από απλοί γνωστοί, παίρνει την πιο ανούσια μορφή της κι αυτομάτως χάνει κάθε περιεχόμενο και κάθε βαρύτητα. Όντως τον νοιάζει τι κάνεις ή απλά εκτέλεσε μια αγγαρεία για να βγει απ’ την υποχρέωση, για να δείξει ανωτερότητα, γιατί έτσι θέλουν οι τύποι κι εμείς είμαστε άνθρωποι ευγενικοί; Κι εσύ; Πόση μαεστρία έβαλες για να φανείς, τάχα μου, αδιάφορος απαντώντας ένα σκέτο «καλά» την ίδια στιγμή που μέσα σου καίγεσαι και σιγολιώνεις;

Είναι προφανές πως τα συναισθήματα της άλλης πλευράς έχουν από καιρό ξεθωριάσει ή ίσως και να μην υπήρξαν και ποτέ, όχι τουλάχιστον όμοια της δικής σου έντασης. Αυτό κάπως δικαιολογεί την απόλυτη χαλαρότητα με την οποία ξεστόμισε εκείνο το «τι κάνεις;», σαν να απευθύνεται σε κάποιον άγνωστο. Κι εσείς κάτι σαν άγνωστοι καταλήξατε, όπως δηλαδή ξεκινήσατε, μόνο που τώρα είστε δύο ξένοι με αναμνήσεις.

Αναμνήσεις που πεισματικά αρνείσαι να αποχωριστείς γιατί πλέον είναι το μοναδικό μέσο που σε ενώνει με εκείνον τον άνθρωπο. Συνεχίζεις κι επιμένεις σε μια κατάσταση –όπως όλα δείχνουν– τελειωμένη, με την ελπίδα πως ίσως τελικά να μην έχουν σβήσει όλα κι ίσως καταφέρεις να κερδίσεις κάτι με το να συνεχίσεις να παλεύεις, αυτή τη φορά μόνος και αθόρυβα. Δικαίωμά σου να συνεχίζεις και καλά κάνεις, για πόσο όμως ακόμα θα αντέξεις αυτό το θέατρο του παραλόγου;

Γιατί πρόκειται ξεκάθαρα για θέατρο με μοναδικό πρωταγωνιστή εσένα, που εκπλήσσεις μέχρι και τον ίδιο σου τον εαυτό με τις υποκριτικές σου ικανότητες να παριστάνεις τον αδιάφορο και τον χαλαρό κάθε φορά που βρίσκεσαι κοντά σε ‘κείνον, που στην πραγματικότητα σε αναστατώνει μόνο με ένα βλέμμα. Μόνο η ψυχούλα σου ξέρει τι τραβάει κάθε φορά που υποδύεσαι τον ψύχραιμο και χρειάζεται να φορέσεις τη μάσκα της αδιαφορίας. Κουράγιο, εγώ μαζί σου είμαι. Πέρα απ’ την πλάκα, όμως, δεν είναι καθόλου εύκολο να είσαι αυτός που μετά το χωρισμό μένει πίσω και συνεχίζει ακόμα να βλέπει τον άλλον με τα ίδια, ερωτευμένα, μάτια, που συνήθιζε να τον κοιτάει κάποτε -κι ας έχει πάει ο άλλος παρακάτω στη ζωή του.

Μπαίνεις σε ένα χώρο και κατευθείαν τον εντοπίζεις. Με κοφτές ματιές επικοινωνείς με τους φίλους σου, μη φανείς ταραγμένος και ρίξεις την αξιοπρέπειά σου, μην καταλάβει πως η παρουσία του σε επηρεάζει -κι ας τρέμεις απ’ την ένταση. Ξεροκαταπίνεις και με έναν αέρα εντελώς χαλαρό και cool, σαν να περπατάς στο κόκκινο χαλί, κινείσαι προς το μπαρ. Έλα όμως που όλη την υπόλοιπη ώρα το μόνιμο θέμα συζήτησης με την παρέα σου θα είναι αυτό το πρόσωπο, αναλύοντας για πολλοστή φορά το όλο θέμα -τους φίλους σου δεν τους λυπάσαι επιτέλους;

Το χειρότερο σενάριο, βέβαια, έρχεται όταν τον πετυχαίνεις κάπου μόνος σου, χωρίς την εγγύηση των φίλων σου την ίδια στιγμή που κι αυτός είναι μόνος του χωρίς την ασφάλεια της παρέας του και κάνει την κίνηση να σε πλησιάσει. Τα μηνίγγια σου σφίγγουν, οι παλμοί ανεβαίνουν κι η αμηχανία ξεχειλίζει από παντού. Ο εγωισμός σου όμως δε σε αφήνει να ξεπέσεις κι αμέσως αναλαμβάνεις το ρόλο σου. Έτοιμος για ακόμη μια οσκαρική ερμηνεία.

Κουβέντες τυπικές, βλέμματα αμήχανα στραμμένα προς το άπειρο και σώματα ακίνητα και παγωμένα, κρατιούνται σε απόσταση. Τα ίδια σώματα που κάποτε κολλούσαν από επιθυμία. Αστείο το πόσο γρήγορα δύο άνθρωποι που κάποτε μοιράστηκαν τα ίδια συναισθήματα, τώρα συμπεριφέρονται σαν να μην υπήρξαν ποτέ ερωτευμένοι. Άραγε άκουσες τίποτα από όσα σου έλεγε ή ήσουν προσηλωμένος στο να μη χάσεις το ρόλο σου όσο είχες τον πρώην συμπρωταγωνιστή σου μπροστά σου, το ίδιο όμορφο και γοητευτικό όπως τότε;

Πόση αυτοσυγκράτηση έδειξες που δεν του αράδιασες όλα σου τα εσώψυχα εκείνη τη στιγμή, φέρνοντας σε δύσκολη θέση εκείνον αλλά κυρίως τον ίδιο σου τον εαυτό. Αλλά και να υπέκυπτες, τι θα καταλάβαινες; Αν γινόταν κάνα θαύμα κι ανταποκρινόταν όπως το φανταζόσουν, έχει καλώς. Αν, όμως, σε προσγείωνε τόσο απότομα, που δε θα είχες προλάβει να ετοιμαστείς για τέτοια σύγκρουση με την πραγματικότητα, τότε τι θα γινόταν; Ίσως τελικά και να μην άξιζε το ρίσκο.

Τουλάχιστον τώρα έχετε μια μικρή γέφυρα επικοινωνίας, δεν είστε στον πάγο. Μα εκεί να μείνεις, μην προσπαθήσεις για κάτι άλλο, μην μπεις στον κόπο. Αν ήθελε ξανά παρτίδες μαζί σου να είσαι σίγουρος πως τώρα δε θα ήσουν εδώ να κάνεις πρόβα στις πιο ψυχρές εκφράσεις σου, αλλά κάπου να τσαλακώνεσαι μαζί του. Μην υποβάλλεις τον εαυτό σου σε αυτή τη διαδικασία γιατί γνωρίζεις πως είναι μάταιο.

Ναι, πονάει ο ξεριζωμός ενός ανθρώπου απ’ τη ζωή, την καρδιά και το μυαλό, αλλά σκέφτηκες ποτέ ότι αξίζεις περισσότερα; Σήκωσε το κεφάλι σου και προχώρα μπροστά. Πες αντίο κι άφησε το παρελθόν να φύγει, όπως σ’ άφησε κι εκείνο. «Ό,τι έρχεται είναι πάντα καλύτερο από ό,τι φεύγει».

 

Συντάκτης: Παρασκευή Μπάρδα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη