«Μαμά, γιατί οι γυναίκες κρύβουν το στήθος τους;» ρωτά η αφέλεια κι η γνώση σιωπά. Ανοίγει εγκυκλοπαίδειες, χάνεται σε βιβλιοθήκες, ανατρέχει στο φως και δε βρίσκει τίποτα. Τίποτα που να μπορεί να την κάνει να ακουστεί πειστική κι ορθή.
«Μαμά, γιατί οι γυναίκες κρύβουν το στήθος τους;». Η ερώτηση ξενυχτά τη γνώση και στροβιλίζεται μες στο μυαλό της. Να πει πως είναι ιερό και γι’ αυτό το καλύπτουν; Μα τα ιερά εκθειάζονται, δεν εξαφανίζονται. Να πει πως είναι ανίερο; Και πώς θα δικαιολογήσει σε τι βλάπτει την ιεροσύνη ένα στοιχείο μητρότητας;
Σε ένα απ’ τα πολλά βιβλία που ανοίγει απεγνωσμένη βρίσκει μια εικόνα από ένα αγαλματίδιο μιας θεάς του Μινωικού πολιτισμού με το στήθος ακάλυπτο. Σε ένα άλλο θαυμάζει την ομορφιά της Αφροδίτης της Μήλου σε ένα σώμα υγιές κι ημίγυμνο. Ψάχνει πηγές στην Αφρική κι έχουν όλες τους σώματα ελεύθερα που τα κοσμούν μονάχα ζωγραφιές και ξύλινα χειροποίητα αντικείμενα. Και δε βρίσκει δικαιολογίες ούτε στον πολιτισμό των Ινδιάνων. Είναι όλες τους μητέρες κι είναι απροκάλυπτα λατρεμένες, απροκάλυπτα ντυμένες.
Κάνει το λάθος να αναζητήσει απαντήσεις σε βιβλία τέχνης. Μα ο Delacroix ζωγραφίζει την ελευθερία γυμνόστηθη. Άλλη μια Αφροδίτη, αυτή του Botticelli, στέκεται με το στήθος της εμφανές πάνω σε ένα κοχύλι. Μια πόρνη πολυτελείας στον έργο του Manet όχι μόνο ξαπλώνει ξεσκέπαστη χωρίς ντροπή, αλλά κοιτάζει κατάματα όποιον τολμά να σταθεί μπροστά στον πίνακα. Κι ο Mosnier ζωγραφίζει περίτεχνα μια μητέρα έτοιμη να θηλάσει το μωρό της και το στήθος της στέκεται γυμνό μες στην παλάμη της.
Η γνώση κοντοστέκεται κι η αφέλεια περιμένει απάντηση. Ρωτά και ξαναρωτά με τις ίδιες λέξεις και το ίδιο βλέμμα απορίας, λες και δεν υπάρχει ορθότερος τρόπος να μπουν αυτές οι λέξεις σε σειρά για να αποδοθεί σωστά το νόημα. Μα ο θηλασμός είναι ευλογία. Είναι το θαύμα που συντηρεί την αιωνιότητα. Είναι η τροφή που αναθρέφει το μέλλον.
Μήπως δεν είναι αγνό; Μα τι πιο αγνό από ένα μωρό που λαγοκοιμάται στη ζεστασιά του στήθους της μάνας; Ή τι το αγνό στο στήθος ενός πατέρα που κυκλοφορεί μόνο με το σορτσάκι ένα καλοκαιρινό μεσημέρι; Γιατί η αγνότητα διακρίνεται σε φύλα; Γιατί ό,τι ποθείται σαρκικά να αναγκάζεται να κρυφτεί απ’ τον κόσμο; Ή γιατί αν δεν κρύβεται, να σημαίνει πως επιδιώκει να ποθείται;
Η ελευθερία είναι ξεδιάντροπη. Γιατί αν δεν ήταν, θα ήταν πάντα δέσμια φραγών που δεν προσβάλλουν κανέναν παρά μόνο την υπόληψή της. Κι αυτό η παιδική αφέλεια το ξέρει καλά, γιατί διατηρεί την ελευθερία της, μιας και κανείς δεν μπορεί να την κατηγορήσει για ανυπακοή. Είναι ελεύθερη επειδή δεν ξέρει ακόμα τους κανόνες των μεγάλων. Τους κανόνες των γνωστικών.
Η γνώση δεν απαντά. Σκέφτεται να μιλήσει για θρησκεία, αλλά δεν μπορεί να τα βάλει με θεούς και δαίμονες στο αγγελικό μυαλό ενός παιδιού. Τα βιβλία ολόγυρά της στοιβαγμένα την αφήνουν ξεκρέμαστη. Πιάνει την αφέλεια απ’ το χέρι κι αποφασίζει να της μιλήσει ανοιχτά.
«Μερικά πράγματα δεν εξηγούνται λογικά. Ο κόσμος ξεκίνησε να φτιάχνεται πριν από εμένα κι εσένα. Κι όλοι ερχόμαστε να βάλουμε ένα λιθαράκι σε ένα οικοδόμημα χιλιάδων ετών. Κάποιοι κουβαλούν ογκόλιθους και θέλουν να υψώσουν γρηγορότερα το κατασκεύασμά μας ή να γκρεμίσουν έτσι κάτι που από κάτω δε θεμελιώθηκε σωστά και δεν αντέχει το βάρος. Άλλοι τα καταφέρνουν κι άλλοι θεωρούνται υπερβολικοί. Δεν ήμασταν όλοι ανέκαθεν δεξιοτέχνες. Και δεν ήμασταν και θαρραλέοι. Φοβηθήκαμε μια ξαφνική καταστροφή, μια απρόσμενη ανατροπή. Και δε δώσαμε αρκετό χώρο σε όσους είχαν διαφορετικές ιδέες απ’ τους πολλούς να βοηθήσουν στο χτίσιμο. Δεν πιστέψαμε σε εκείνους ή τρομάξαμε πως θα αποδεικνύονταν καλύτεροι από εμάς. Κι έχουμε όλοι ανάγκη να ανήκουμε κάπου και κάτι να μας ανήκει. Μια σπηλιά, μια αγέλη, ένα σπίτι, ένας άνθρωπος, ένας πολιτισμός. Κάναμε λάθη, αφέλεια. Λάθη που ονομάσαμε γνώση. Αλλά δεν είναι αργά. Δεν είναι ποτέ αργά στην αιωνιότητα. Χτίσε και γκρέμισε μέχρι να φτάσεις όσο πιο κοντά μπορείς στον κόσμο που ονειρεύεσαι σήμερα. Μπορεί να μην προλάβεις να τελειώσεις το έργο σου, αλλά θα εμπνεύσεις άλλους να το συνεχίσουν μετά από σένα. Κατάλαβες;».
Η αφέλεια δεν απάντησε. Στο μυαλό της γυρνούσαν τα παιδικά της τουβλάκια και τα κάστρα που έφτιαχνε και διέλυε στο λεπτό. Δεν είναι τόσο απλό μάλλον, αλλά ίσως κι όχι τόσο πολύπλοκο. Αλλά δε θα ρωτήσει τη γνώση. Θα το μάθει μόνη της με τον καιρό.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη