«Ήθελα να με σκοτώσει κατά βάθος. Στοίχειωνε τις μέρες και τις νύχτες μου. Είναι δύσκολο να συνειδητοποιείς ότι μισείς τον εαυτό σου τόσο πολύ, ότι δεν μπορείς να αντέξεις αυτό που είσαι κι ότι αυτό ήταν το κίνητρο πίσω απ’ τη συμπεριφορά σου για πολλά χρόνια. Το μυαλό σου δεν μπορεί να αντεπεξέλθει σε αυτήν την πραγματικότητα και προσπαθεί να αποφύγει τη συνειδητοποίηση».
Δεν είναι κάτι μακρινό που διαβάσαμε σ’ ένα άρθρο, κάπου, κάποτε. Αφορά εμένα, εσένα, όλους μας. Συμβαίνει τη στιγμή που μιλάμε, δίπλα μας. Η ύπουλη μάστιγα της ανορεξίας. Που παίρνει στο λαιμό της άντρες και γυναίκες, ειδικά νεαρής ηλικίας. Που παίζει με το μυαλό και τις ανασφάλειές μας. Ο αγώνας με τις θερμίδες, με τους γύρω μας, με τον εαυτό μας.
Όλα ξεκίνησαν με μια φωτογραφία ενός μοντέλου, τη σιλουέτα μιας Barbie, τις εκθαμβωτικές εικόνες από ένα κόκκινο χαλί. Η αντίληψη του όμορφου. Αλήθεια, τι πάει να πει «όμορφο»; Πάει να πει 45 κιλά. Τα μάγουλα μέσα και τα κόκαλα να διαγράφουν απ’ το δέρμα. Αλλιώς δε νοείται όμορφο. Μας το όρισαν άλλοι. Εμείς απλώς συλλαβίσαμε την επανάληψη ευλαβικά, με δέος. Πάει να πει 45 κιλά.
Κι έπειτα, το λογικό συμπέρασμα. «Δεν είμαι όμορφος». Πίστεψε στον εαυτό σου, λένε. Εύκολα τα λόγια στον κόσμο του σχολιασμού και της περιφρόνησης. Ό,τι και να κάνεις, όπως και να το κάνεις, δεν είναι ποτέ αρκετό. Πάντα έχουν κάτι κακό να πούνε. Πώς να νιώσεις καλά με τον εαυτό σου και το σώμα σου πίσω από πεταμένα σχόλια και κρυμμένα γέλια; Η πίστη σου κλονίζεται. Και ψάχνεις από κάπου να πιαστείς ενώ γύρω σου όλα καταρρέουν.
Στα πρώτα κιλά νιώθεις καλά. Ηδονίζεσαι να βλέπεις το δείκτη της ζυγαριάς να κατεβαίνει. Κι έπειτα θέλεις κι άλλο. Ποτέ δεν είναι αρκετό. Πάντα έχεις περιθώριο βελτίωσης. Μετράς τα γραμμάρια. Ζυγίζεσαι συνέχεια. Ξέρεις τις θερμίδες όλων των φαγητών. Σου γίνεται έμμονη ιδέα. Τα κιλά πετούν από πάνω σου τόσο γρήγορα, μα εσύ δεν το βλέπεις. Είσαι χαμένος σ’ έναν εθισμό αυτοελέγχου. Σε εξιτάρει που μπορείς να επιβάλεις στον εαυτό σου να μη φάει για μέρες. Αυτή η επιβολή στον ίδιο σου τον εαυτό σου προσφέρει μια παράδοξη γεύση ικανοποίησης.
Η τραγική ειρωνεία είναι ότι μόλις έχεις χάσει τον έλεγχο. Δεν είναι πλέον θέμα ομορφιάς. Παίρνει διαστάσεις αυτοτιμωρίας. Δεν αγαπάς τον εαυτό σου. Παύει να αφορά τους άλλους. Αφορά εξολοκλήρου εσένα. Δε θέλεις να σε σώσεις. Σπρώχνεις τον εαυτό σου ολοένα και βαθύτερα. Δε βρίσκεις κάτι άξιο να σώσεις. Σου αξίζει. Αυτό πιστεύεις.
Κι έπειτα, γίνεται τρόπος ζωής, εισχωρεί στο υποσυνείδητό σου. Για να μη νιώθεις τύψεις, για να μη μισείς τον εαυτό σου, πρέπει να βλέπεις τα κόκαλά σου στον καθρέφτη. Κλείνεις μάτια κι αφτιά. Δε βλέπεις, δεν ακούς. Αρνείσαι να παραδεχθείς ότι κάτι πάει λάθος. Αρνείσαι να ζητήσεις ή να δεχτείς βοήθεια.
«Θέλω να πάω για ύπνο και να μην ξυπνήσω, αλλά δε θέλω να πεθάνω. Θέλω να τρώω σαν φυσιολογικό άτομο, αλλά έχω ανάγκη να βλέπω τα κόκαλά μου στον καθρέφτη, αλλιώς θα μισώ τον εαυτό μου περισσότερο και θα θέλω να βγάλω την καρδιά μου έξω ή να πάρω κάθε χάπι που έχει δημιουργηθεί».
Είμαστε όμορφα διαφορετικοί, μοναδικά ξεχωριστοί. Είναι κρίμα να ξεπουλούμε τη μοναδικότητά μας σ’ ένα αγώνα κατάλυσης του τι αποκαλούμε σώμα μας. Το σώμα μας πρέπει να το αγαπάμε, να το φροντίζουμε. Αξίζουμε τη φροντίδα μας. Πάνω απ’ όλα πρέπει να μας αγαπάμε. Μόνο εμάς έχουμε στον κόσμο αυτό. Κι έχουμε ευθύνη να μας προστατεύουμε.
Λίγο κάθε μέρα, ένα βήμα τη φορά. Να κάνουμε πράγματα που αγαπάμε. Να περνάμε καλά. Να χαμογελάμε. Δικαιούμαστε να χαλαρώνουμε. Να ηρεμούμε. Να περνούμε χρόνο με τους αγαπημένους μας. Αν χρειαζόμαστε βοήθεια, να τη ζητάμε. Να τους αφήνουμε να μας αγαπάνε. Αξίζουμε την αγάπη τους. Όπως αξίζουμε και τη δικιά μας αγάπη.
«Δεν υπάρχει μαγική θεραπεία, δεν μπορείς να τα διώξεις όλα μακριά για πάντα. Υπάρχουν μόνο μικρά βήματα προς το καλύτερο. Μια ευκολότερη μέρα, ένα αναπάντεχο γέλιο, ένας καθρέφτης που δεν έχει σημασία πλέον».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη