«Δύσκολες οι ανθρώπινες σχέσεις στις μέρες μας». Μια φράση κοινότυπη –χιλιοειπωμένη– που μας βρίσκει όλους σύμφωνους. Αφελώς, όμως, αφού πάντα ήταν δύσκολες οι ανθρώπινες σχέσεις, δεν είναι εφεύρεση της εποχής μας -παντός χώρου και χρόνου ο άνθρωπος μοιάζει να θέλει να παιδεύεται.
Δυστυχώς, τρέφουμε καχυποψία για το γνήσιο του αισθήματος κάποιου και βαθιές αμφιβολίες γενικότερα για τους ανθρώπους, πόσο μάλλον για κάποιον που διάλεξε η καρδιά μας. Μόλις ο –κατά τ’ άλλα– σημαντικός για μας μάς μπερδέψει με τη συμπεριφορά του, ασκούμε αντίποινα. Είτε βρισκόμαστε στο στάδιο του απλού φλερτ, είτε της ουσιαστικής γνωριμίας μεταξύ δυο ανθρώπων που έλκονται ερωτικά ή άλλοτε και στις ολοκληρωμένες σχέσεις.
Αν εμείς έχουμε ξεκαθαρίσει μέσα μας το πώς νιώθουμε, βιαζόμαστε να μάθουμε αν ενδιαφέρεται κι άλλος. Αν δεν το δείξει ίσως ανοίξουμε το κεφάλαιο «αδιαφορία». Το μυαλό μας κατεβάζει φτηνές ιδέες του τύπου: «Παίξ’ το και λιγάκι αδιάφορος να του έρθει έρωτας παράφορος». Ωραίος τίτλος για ντουέτο Κοκκίνου-Πετρέλη. Ίσως, κάποτε, αλλά και πάλι ως εκεί.
Σπάνια θα πάρουμε την πρωτοβουλία να ξεκαθαρίσουμε τη θέση και τα συναισθήματά μας απέναντι σε κάποιον. Αντιθέτως, θα σκαρφιστούμε οτιδήποτε μπορεί να ωθήσει τον άλλον να ανοιχτεί πρώτος. Αυτός για δικούς του λόγους πιθανότατα δε θα ανταποκριθεί στο κάλεσμά μας κι η κατάσταση θα δυσκολεύει.
Η αδιαφορία είναι ένα στεγνό βασανιστήριο γι’ αυτόν που την ασκεί. Ένα μόνιμο άγχος για το αν θα ενδιαφερθεί ο άλλος. Υπάρχουν δυο κατηγορίες ανθρώπων που οδηγούνται στην αδιαφορία απέναντι σε κάποιον που ποθούν.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν αυτοί που τους αρέσει πολύ το αρχικό στάδιο της ερωτικής γνωριμίας με κάποιον. Θα προσπαθήσουν να παραμείνουν σ’ αυτό για πολύ καιρό, τους αρέσει αυτό το μπέρδεμα, να αμφιβάλλουν για το πού θα καταλήξει αυτή η ιστορία. Ουδέποτε θα πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους για να το πάνε ένα βήμα παραπέρα. Θα δείχνουν χαλαροί κι αδιάφοροι όσο φλερτάρουν έως ότου ο άλλος εκδηλωθεί πρώτος.
Απ’ την άλλη, στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν εκείνοι που χρησιμοποιούν την αδιαφορία γενικότερα στη ζωή τους και κατ’ επέκταση στον έρωτα. Αδιαφορούν όταν θυμώνουν, άμα νευριάζουν ή όταν θέλουν κατά καιρούς να ελέγξουν τη δύναμη των συναισθημάτων του ανθρώπου τους. Συχνά-πυκνά αδιαφορούν αναμένοντας υπομονετικά το πότε θα υποχωρήσει ο άλλος για να επέλθει ισορροπία. Δεν ξέρω πόσο κολακευτικό είναι να κάνουμε έναν άνθρωπο να τρέχει από πίσω μας και να συμβιβάζεται, πάντως σωστό ή λάθος συμβαίνει κι αυτό.
Μα ακόμα κι αν δεν ανήκουμε σε καμία απ’ τις παραπάνω κατηγορίες, οι περισσότεροι κάποια στιγμή στη ζωή μας υπήρξαμε αδιάφοροι ηθελημένα ή όχι. Βέβαια, αν το καλοσκεφτούμε η αδιαφορία είναι μια αφελής πράξη. Εξαφανιζόμαστε για να μας ψάξει ο άλλος, με απώτερο σκοπό να του λείψουμε και τελικά να εκδηλωθεί για να επιβεβαιωθούμε εμείς μέσα μας πως νοιάζεται για μας. Συνήθως, όμως, θα συμβεί το αντίθετο. Θα τον μπερδέψουμε.
Αφού, αδιαφορούμε, αλλά ταυτόχρονα προκαλούμε. Περνάμε απ’ το γνωστό στέκι κι ενώ με την άκρη του ματιού μας έχουμε εντοπίσει την παρουσία του άλλου στο χώρο, αγναντεύουμε το κενό, όσο αυτός μας κοιτάει, χωρίς να χαιρετήσουμε. Ένας μικρός ηθοποιός γεννιέται μέσα μας προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του πως απαξιεί.
Αλλά, αν τύχει και σκαρώσουμε συζήτηση μαζί του, όταν μας ρωτήσει τυπικά τι κάνουμε, δε θα απαντήσουμε καθαρά και ξάστερα «Περιμένω να δω το κινητό μου να φωτίζει απ’ το μήνυμά σου» -γιατί αλίμονό μας αν φανούμε άνθρωποι με συναισθήματα. Τυπικά κι εμείς, με τη σειρά μας θα απαντήσουμε πως είμαστε μια χαρά, με μια δόση υπεροψίας στο βλέμμα. Θα φύγουμε βιαστικά ή θα ανοίξουμε μια συζήτηση περί ανέμων κι υδάτων δείχνοντας πως δεν καιγόμαστε για το τι θα γίνει μεταξύ μας.
Ο άλλος σίγουρα θα παραξενευτεί με τη συμπεριφορά μας. Δεν πιάνουν, όμως, αυτά τα κολπάκια. Διότι, εκεί που υπάρχει έρωτας οι δοκιμασίες κι οι τεχνικές τον φθείρουν, ενώ εκεί που δεν υπάρχει καν σπίθα, ούτε με τάμα δε θα πιάσει ο έρωτας, πόσο μάλλον με την αδιαφορία. Παρ’ όλα αυτά, εμείς οι άνθρωποι μερικές φορές προτιμούμε να παίξουμε παιχνίδια παρά να αφεθούμε. Ίσως το κάνουμε γιατί έτσι πιστεύουμε πως θα προστατεύουμε.
Καθώς το σχέδιο της αδιαφορίας προχωράει, αν λίγο η καρδούλα του έχει σκιρτήσει για μας ίσως κάνει κίνηση, πιθανότατα, όμως, θα ξενερώσει. Υπάρχει κι η περίπτωση να παίξουμε τόσο καλά το ρόλο μας που θα πιστέψει πως όντως δε μας νοιάζει. Με αποτέλεσμα να παγιδευτούμε στα ίδια μας τα δίχτυα. Αν πάλι, καθόλου δεν τον ενδιαφέρει, απλά θα χαρεί που είναι αμοιβαία τα μη αισθήματα.
Φυσικά, αυτός που αδιαφορεί εσκεμμένα έχει ήδη σκεφτεί εκείνη τη σκηνή που θα ειδωθούν τυχαία και σκαρώνει πιθανούς διαλόγους. Συγκεκριμένα, αν τύχει και ρωτήσει ο άλλος κάτι του στιλ: «Πού χάθηκες τόσο καιρό;» τάχα θα αποκριθεί με σιγουριά: «Δε χάθηκα, εσύ δε μ’ έψαξες». Πιο κλισέ δε γίνεται, κι όμως περνάνε κι αυτά απ’ το μυαλό και κάτι τέτοιες στιγμές φαντάζουν σαν ιδανικές απαντήσεις.
Εν τέλει, η αδιαφορία είναι ένας πολύ αβέβαιος δρόμος. Αν, ωστόσο, τον ακολουθήσει κάποιος, σπάνια θα φτάσει στον προορισμό του. Δεν μπορεί μια επιτηδευμένη απάθεια να κάνει κάποιον να κολλήσει μαζί σου, αν εξαρχής δε σε θέλει. Επομένως, η όλη ιστορία θα καταλήξει σκέτο χάσιμο χρόνου. Μα ακόμα κι αν σε θέλει αυτές οι μικρές εξαφανίσεις κατά καιρούς θα τον απομακρύνουν κι ίσως τον κάνουν να νιώσει ανασφάλεια. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο απ’ το μονοπάτι της αδιαφορίας θα βγεις χαμένος.
Πόσο πιο εύκολα θα ήταν τα πράγματα αν οι άνθρωποι δε φοβόμασταν να εκδηλωθούμε, δεν ντρεπόμασταν για όσα νιώθουμε κι αν αθώα περνάμε το ρίσκο, κι ας μας απέρριπταν. Θα κερδίζαμε χρόνο, δε θα αναλωνόμασταν δεξιά και αριστερά κι θα έτσι προστατεύαμε πραγματικά τον εαυτό μας. Γιατί όσο εμείς βασανιζόμαστε θέτοντας τον εαυτό μας φαινομενικά στη θέση του αδιάφορου, στην πραγματικότητα δένουμε τη σκέψη μας μ’ αυτόν που απομακρύνουμε ελπίζοντας να τον δούμε να ξεπροβάλει από κάπου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη