Ανεξάρτητα απ’ το αν μας αρέσει ή όχι, ορισμένες διαδικασίες, όπως η σεξουαλική έλξη, το πάθος αλλά κι η εμμονή μας σ’ αυτό, διέπονται απ’ τους νόμους της νευροχημείας. Αυτή ορίζει το πόσο περίπλοκο ή συναρπαστικό είναι το συναίσθημα του έρωτα, γιατί η χημεία της αγάπης είναι πια γεγονός.
Η αγάπη, από μια ρομαντική ή φιλοσοφική άποψη, είναι κάτι που οι συγγραφείς κι οι ποιητές δε σταματούν να περιγράφουν. Ο καθένας από εμάς θα ήθελε ιδανικά να βυθιστεί σε αυτές τις λέξεις και την εξιδανίκευσή τους. Να ζήσει το παραμύθι του. Ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι στο συναίσθημα κρύβονται πολλά περισσότερα μυστικά από όσα νομίζουμε πως ανακαλύπτουμε. Όταν, όμως, μιλάμε για έρωτα, απ’ τη βιολογική άποψη, οι νευροεπιστήμονες μπορούν να μας δώσουν την πιο πραγματική κι αντικειμενική εικόνα.
Στην πραγματικότητα, είναι ένα ζήτημα που πάντα μας ενθουσίαζε. Μας ενδιαφέρει η κατανόηση των ανθρώπων μεταξύ των οποίων δημιουργείται μια ισχυρή σχέση. Οι ανθρωπολόγοι εξηγούν ότι η ανθρωπότητα φαίνεται να χρησιμοποιεί τρία διαφορετικά μέρη εγκεφάλου. Το πρώτο για να κατευθύνουμε τις πράξεις μας μέσω σεξουαλικών παρορμήσεων. Το δεύτερο αναφέρεται στη ρομαντική αγάπη, όπου δημιουργούμε μια σχέση εξάρτησης με υψηλό συναισθηματικό και προσωπικό κόστος. Ενώ το τρίτο σημείο επαφής προκαλεί το σχηματισμό μιας υγιούς σχέσης. Τότε το ζευγάρι κατανοεί ο ένας τον άλλον κι έχουν κοινή πορεία.
Αν, όμως, θέλουμε να προχωρήσουμε πέρα απ’ την απλή κατανόηση του από πού προέρχεται η ευτυχία κι η σταθερότητα μιας σχέσης; Ας μιλήσουμε εδώ για τη χημεία της αγάπης. Συγκεκριμένα, για αυτή την περίεργη, έντονη και συγκεχυμένη διαδικασία, μέσω της οποίας μερικές φορές εστιάζουμε την όραση, το μυαλό και την καρδιά μας στο πιο ακατάλληλο για μας πρόσωπο που παράλληλα θεωρούμε πως είναι για μας ο πιο κατάλληλος άνθρωπος εκείνη τη στιγμή.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Η μυρωδιά∙ ενώ δεν την καταλαβαίνουμε, υπάρχει εκεί ανάμεσά μας κι αυτό επειδή τα γονίδιά μας παράγουν μια χαρακτηριστική μυρωδιά, ικανή να διεγείρει την επιθυμία μεταξύ δυο ανθρώπων. Ωστόσο, υπάρχει κάτι άλλο που δημιουργεί αυτή τη χαρακτηριστική μυρωδιά εκτός απ’ τα γονίδια μας. Δεν το καταλαβαίνουμε, αλλά αυτός που οδηγεί την επιθυμία μας στην πραγματικότητα είναι το ανοσοποιητικό μας σύστημα κι ειδικότερα οι πρωτεΐνες MHC.
Αυτές οι πρωτεΐνες έχουν ένα πολύ συγκεκριμένο καθήκον να κάνουν στο σώμα μας: να ενεργοποιήσουν τους αμυντικούς μας μηχανισμούς. Για παράδειγμα, οι γυναίκες υποσυνείδητα αισθάνονται ελκυστικές για τους άνδρες με διαφορετικό ανοσοποιητικό σύστημα απ’ το δικό τους. Αυτό το άρωμα είναι ένας οδηγός σε αυτή τη διαδικασία. Υπάρχει ένας λόγος για τον οποίο επιλέγουν ένα γενετικό προφίλ διαφορετικό απ’ το δικό τους.
Ας δούμε τι ρόλο παίζει η χημεία σε όλο αυτό:
Η ντοπαμίνη: Κάθε συναίσθημα ενεργοποιείται από ένα συγκεκριμένο νευροδιαβιβαστή. Ο εγκέφαλός μας θα απελευθερώσει τη σωστή χημική ουσία. Η ντοπαμίνη, λοιπόν, είναι ένα βιολογικό συστατικό που μας φωτίζει. Είναι μια χημική ένωση που συνδέεται στενά με την ευχαρίστηση και την ευφορία. Ένας νευροδιαβιβαστής που έχει διπλό καθήκον: λειτουργεί ως ορμόνη κι ως ένα πολύ ισχυρό σύστημα επιβράβευσης. Ο καθένας από εμάς έχει βιώσει αυτήν την ακαταμάχητη έλξη ότι πρέπει συνεχώς να είμαστε με ένα συγκεκριμένο άτομο. Η αγάπη μας κάνει πιο επιλεκτικούς. Η ντοπαμίνη μας αναγκάζει να συγκεντρωθούμε ολοκληρωτικά σ’ εκείνο το πρόσωπο, καταλήγοντας πολλές φορές να έχουμε εμμονές.
Νορεπινεφρίνη: Ξέρουμε ότι κάποιος μας αγαπάει όταν δημιουργείται ένα χαρούμενο, έντονο, αμοιβαίο κι ανεξέλεγκτο συναίσθημα. Τα χέρια μας ιδρώνουν, τρώμε λιγότερο, κοιμόμαστε μόνο για λίγες ώρες ή και καθόλου, δεν μπορούμε να σκεφτούμε καθαρά. Για να πούμε την αλήθεια, ακόμα και χωρίς να τον συνειδητοποιήσουμε, γινόμαστε ένας μικρός δορυφόρος που γυρνάει γύρω από μία και μόνο σκέψη: το πρόσωπο που αγαπάμε.
Κι εκεί αναρωτιόμαστε αν τρελαθήκαμε. Η απάντηση είναι πως όχι. Είμαστε επηρεασμένοι απ’ τη δράση της νορεπινεφρίνης, η οποία διεγείρει την παραγωγή της αδρεναλίνης, έτσι λοιπόν νιώθουμε ότι η καρδιά μας κτυπά ταχύτερα. Το σύστημα νοραδρεναλίνης έχει πάνω από 1500 νευρώνες σε κάθε ημισφαίριο του εγκεφάλου μας. Δεν είναι πολλοί, αλλά όταν ενεργοποιηθούν προκαλούν αίσθηση χαράς, επιθυμίας για τη ζωή. Απενεργοποιούν επίσης την αίσθηση της πείνας ή την ικανότητα να κοιμηθούμε.
Φαινυλαιθυλαμίνη: Όταν αγαπάμε, μια οργανική ένωση αναλαμβάνει πλήρως τον έλεγχό μας κι αυτή είναι η φαινυλαιθυλαμίνη. Όπως υποδηλώνει το όνομα, έχουμε να κάνουμε με μια ουσία που έχει πολλές ομοιότητες με την αμφεταμίνη. Σε συνδυασμό με ντοπαμίνη και σεροτονίνη, μας δίνει μια τέλεια συνταγή για μια αγάπη, λες και βγήκε κατευθείαν απ’ τις οθόνες του κινηματογράφου. Η δουλειά της φαινυλαιθυαμινης είναι απλή, λειτουργεί σαν ένας βιολογικός ενισχυτής που αυξάνει την ένταση όλων των συναισθημάτων που βιώνουμε.
Σεροτονίνη κι οξυτοκίνη: Η οξυτοκίνη είναι μια ορμόνη που μας κάνει να αγαπάμε με κεφάλαιο άλφα. Δε μιλάμε, δηλαδή, μόνο για ένα απλό ενδιαφέρον. Μας κάνει να θέλουμε να φροντίζουμε το άτομο που μας ενδιαφέρει, να καλύπτουμε τις ανάγκες του και να σκεφτόμαστε μια μακροπρόθεσμη δέσμευση.
Η σεροτονίνη μπορεί να συνοψιστεί με μία σύντομη λέξη: ευτυχία. Οδηγεί στη φάση στην οποία συνειδητοποιούμε ότι η παρουσία αυτού του προσώπου μας κάνει να νιώθουμε πολύ ευτυχισμένοι. Η σεροτονίνη μας παρέχει ευεξία όταν όλα είναι σωστά. Αυτό μας γεμίζει με αισιοδοξία, καλή διάθεση κι ικανοποίηση.
Ωστόσο, μπορούμε να αρχίσουμε να νιώθουμε ότι το άλλο άτομο απομακρύνεται από εμάς. Η σχέση μας μπορεί επίσης να παγώσει ή να μην υπερβεί ποτέ τη σεξουαλική σφαίρα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα επίπεδα σεροτονίνης μειώνονται δραστικά. Μερικές φορές μας οδηγεί σε μια πολύ έντονη κατάσταση αισθημάτων και στη συνέχεια ακόμη και σε κατάθλιψη.
Σχεδόν όλα όσα αφορούν τη χημεία της αγάπης συνοψίζονται στη φράση του C. G. Jung: «Η συνάντηση δύο προσωπικοτήτων είναι σαν την επαφή δύο χημικών ουσιών: αν υπάρχει αντίδραση, και οι δύο αλλάζουν».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη