Ο παππούς μου συνήθιζε να λέει πως αν τα καφέ αποκτούσαν φωνή, τότε θα διηγούνταν χιλίων ειδών ιστορίες. Η αλήθεια είναι πως αγαπούσε τις ιστορίες με τον ίδιο γενναιόδωρο τρόπο που αγάπησε και τους ανθρώπους. Λαχταρούσε, μάλιστα, να τις διηγείται -ακριβώς όπως ο Αίσωπος τα παραμύθια του.
«Όλοι σε παραμύθια βολτάρουμε, μα το παίρνουμε αργά χαμπάρι πως το «μια φορά κι έναν καιρό» ποτέ του δεν αβγατίζει. Είναι αυστηρά μία η φορά. Κι ένας ο καιρός. Έτσι τρέχουμε. Για να προλάβουμε δουλειές, αγάπες, δάνεια κι ενοχές. Ξέρεις γιατί τα καφενεία κέρδισαν το σεβασμό μου; Γιατί, για λίγο έστω, μπορείς να κουρνιάσεις εκεί, αφήνοντας το χρόνο να ανταγωνίζεται τον εαυτό του. Εσύ και μια κούπα διπλός ελληνικός. Εσύ κι η παρέα. Εσύ κι οι σκέψεις σου. Μα εσύ. Ατόφιος, κι όχι νοθευμένος απ’ το γκρίζο των υποχρεώσεων» μου ψιθύρισε ένα απόγευμα.
Καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα του, θαυμάζοντας τη βροχή που έπεφτε ασταμάτητα έξω -σαν τις αναμνήσεις της χορτάτης πορείας του.
Καφέ δεν έπινα τότε, ωστόσο η εικόνα του παππού να μπαίνει μ’ ένα χορευτικό σχεδόν σάλτο στο καφενείο του χωριού, ν’ αφήνει το παλιομοδίτικο καπελάκι του στον καλόγερο και να χαιρετά ζωηρά τους θαμώνες συνιστούσε –στα παιδικά μου μάτια τουλάχιστον– ένα μαγικό τελετουργικό.
Τα χρόνια που ακολούθησαν τον συνόδευσα πολλάκις στα μέρη του. Μου έμαθε μάλιστα ν’ αποφεύγω τον καπνό και να παρατηρώ προσεκτικά τους ανθρώπους. Ο παππούς άναβε βέβαια κι ένα τσιγαράκι κάθε τόσο -αφού πρώτα με όρκιζε να μην το ξεφουρνίσω στη γιαγιά.
«Η νικοτίνη στη χάση και στη φέξη δε σε απειλεί. Είναι οι εθισμοί που μας σκοτώνουν λίγο-λίγο. Το νου σου, λοιπόν. Αυτοί αποτελούν τη μεγαλύτερη υποδούλωσή μας. Τους ωραιοποιούν οι αδύναμοι και τους τραγουδούν οι ποιητές, αλλά οι ελεύθεροι στοίχημα το έβαλαν να τους περιφρονούν».
Τον άκουγα μαγεμένη τότε. Πολλά δεν καταλάβαινα –νομίζω–, μα μου αρκούσε που στεκόμουν δίπλα του, που ήμουν η συνεργός του.
Ως φοιτήτρια τίμησα τις καφετέριες και με το παραπάνω. Δεν τις μελέτησα σε βάθος, βέβαια. Απολάμβανα κυρίως ν’ ανταλλάζω αστεία, μαζεύοντας μπισκότα κανέλας και βλέμματα θαυμαστών. Ήταν όταν βρέθηκα στην Αμερική που θυμήθηκα το σάλτο, τον καλόγερο και τις μυρωδιές. Η μοναξιά μπορεί να γίνει αφόρητη -ιδίως για τύπους που αρέσκονται να περιτριγυρίζονται από κόσμο. Ανέκαθεν διατεινόμουν πως διατηρώ στενότατη φιλία με την αφεντιά μου, ωστόσο εκεί συνειδητοποίησα πως μου έλεγα ένα όμορφο ψέμα. Τόσο όμορφο που το πίστεψα κι εγώ η ίδια δηλαδή.
Βάδιζα πια μαζί με το πλήθος –στους πολλούς κι ανώνυμους– γυμνή από ταυτότητες κι από την έγνοια των οικείων μου προσώπων, κι αυτό τελικά με φόβιζε με έναν τρόπο πρωτόγνωρο και σαρωτικό. Ώσπου κάποτε πρόβαλε μπροστά μου μια καφετέρια, ξύλινη και με πολλά χρώματα. Μπήκα μέσα λες και με προσκάλεσε. Κάθισα στο ακριανό τραπέζι. Ίσως και να έτρεμα πως οι γύρω μου θα προσέξουν τη θλίψη μου και πως για αυτόν ακριβώς το λόγο θα μου χαρίσουν την πλάτη αντί για το χαμόγελό τους.
«Αιωνίως καθρεφτίζουμε στους άλλους τις δικές μας ντροπές», με επισκέφτηκαν τα λόγια του παππού. Μια υγρασία θόλωσε την όρασή μου και δεν ξέρω αν μετάνιωνα για την τολμηρή απόφαση της μετανάστευσης ή κυρίως για το γεγονός πως ήταν μία η τολμηρή απόφαση -ακριβώς όπως μία είναι η φορά κι ένας ο καιρός μας. Μα σταμάτησα τη θλίψη όταν έφερα στο νου το παλιό παιχνίδι.
«Διάλεξε έναν άγνωστο και διηγήσου μου την ιστορία του», με προκαλούσε συχνά-πυκνά ο ηλικιωμένος έφηβος. Και βάλθηκα –μετά από τόσον καιρό– να κοιτάω προσεκτικά γύρω μου. Νέοι συζητούσαν με τον ενθουσιασμό να ζωγραφίζει τ’ αναψοκοκκινισμένα τους μάγουλα. Παιδιά γίνονταν εξοργιστικά απαιτητικά κι ύστερα από λίγα λεπτά αφόρητα αξιαγάπητα. Ηλικιωμένοι μετρούσαν τις χάντρες απ’ το κομπολόι σαν τις μέρες που τους απέμειναν. Εργαζόμενοι λάμβαναν τη θέση τους μπροστά απ’ το λάπτοπ, απαλλαγμένοι απ’ το διερευνητικό βλέμμα του διευθυντή κι απ’ την κουτσομπολίστικη διάθεση της συναδέλφου. Άντρες φλέρταραν γυναίκες με την άκρη του ματιού ενώ οι πιο τολμηροί έγραφαν τον αριθμό τηλεφώνου τους στη χαρτοπετσέτα. Γυναίκες τίναζαν με χάρη τα μαλλιά τους κι έστρωναν βιαστικά το καλτσόν τους. Ένα κορίτσι στη γωνία ονειροπολούσε, γυρεύοντας έξω απ’ το παράθυρο την καλή της νεράιδα κι ένα άλλο –δύο μόλις τραπεζάκια πιο κάτω– αποτύπωνε σκέψεις στο ημερολόγιο. Οι σερβιτόροι έτρεχαν φουριόζοι πέρα-δώθε, έπαιρναν παραγγελίες, κρατούσαν δίσκους κι ενίοτε έσπαγαν σερβίτσια.
Ο καθένας σαν κάτι να ζητούσε σ’ εκείνο το μέρος. Το πράσινο τσάι, τον ευωδιαστό καπουτσίνο, τη χαλάρωση ή απλώς την ησυχία του. Κάποιοι φαίνονταν μελαγχολικοί κι άλλοι χαμογελούσαν με τα μάτια, μα όλοι ανεξαιρέτως έμοιαζαν με πολεμιστές στην ανάπαυλα της μάχης.
Κι επιτέλους το αισθάνθηκα βαθιά στο πετσί μου, τα καφέ αποτελούν πράγματι σπουδαία υπόθεση. Από τότε γράφω ιστορίες για να τους δώσω φωνή. Μόλις η ιστορία ζωντανεύει, ο παππούς στρογγυλοκάθεται ξανά πλάι μου. Αρχίζουμε μεμιάς το παιχνίδι μας ενώ ο αχνιστός καφές κλείνει τρυφερά το μάτι στο μυστικό μας. Και κάπως έτσι ζούμε για πάντα…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη