Νυχτοφιλία, έχεις ακούσει ποτέ τη λέξη αυτή; Ορίζει την ακαταμάχητη έλξη προς τη νύχτα, το νυχτερινό ουρανό και το σκοτάδι του. Κάποιοι είμαστε φτιαγμένοι για τις μικρές ώρες, τις μυστικές, τις ήσυχες, ενώ ορισμένοι άλλοι αρέσκονται στον αχνιστό πρωινό καφέ και το λαμπρό μεσημεριανό ήλιο. Οι μεν και οι δε σε μια αιώνια μάχη. Γιατί οι άνθρωποι της μέρας δεν κατανοούν τα παιδιά της νύχτας και το τούμπαλιν; Και τι είναι αυτό που αιχμαλωτίζει την προτίμηση του καθενός σε μια από τις δύο επιλογές;
Ας ρίξουμε μια ματιά αρχικά στους πρωινούς τύπους, εκείνους που σηκώνονται πουρνό-πουρνό με ένα ζωγραφισμένο χαμόγελο στα χείλη, ευχαριστημένοι που ξεκίνησε μια καινούργια μέρα, παίρνουν το πρωινό τους, ίσως κάνουν και λίγη γυμναστική αν τους το επιτρέπει το πρόγραμμά τους, κοιμούνται αρκετά, ποιοτικά κι ελεγχόμενα. Να πω την αλήθεια εσάς που βρίσκετε τον εαυτό σας να ανήκει σε αυτή την κατηγορία ανθρώπων, σας ζηλεύω λίγο. Από την πρώτη στιγμή της ημέρας σας είστε γεμάτοι όρεξη και διάθεση να μη χάσετε ούτε λεπτό της. Κόσμος, ζωή ήλιος, δε θέλετε να χάνετε καμία έκφανση της ημέρας σας κι αυτό φαίνεται. Εκμεταλλεύεστε τον πρωινό χρόνο για να πειθαρχήσετε την παραγωγικότητά σας, να την αξιοποιήσετε στο μέγιστο δυνατό βαθμό που μπορεί να φτάσει και γίνεστε συνειδητά κι από δική σας επιλογή κυρίαρχοι της διαθεσιμότητας του χρόνου και των προτεραιοτήτων σας. Πρακτικοί, συγκρατημένοι και προσγειωμένοι, έχετε κατανοήσει τα οφέλη του αποδεκτού ωραρίου, σημειώνοντας την ανεκτίμητη αξία του νυχτερινού ύπνου, ο οποίος για εσάς δεν αναπληρώνεται επάξια από κανένα μεσημεριανό. Θα σας παρομοίαζε κάνεις με το λευκό τμήμα του Ying Yang. Τι γίνεται όμως με το μαύρο τμήμα του;
Υπάρχει φυσικά κι η αντίπερα όχθη, τα παιδιά της νύχτας, που μέσα στο βαρύ σκοτάδι της βρίσκουν το σπιτικό τους, έρχονται σε επαφή με τον αληθινό εαυτό τους, ξενυχτούν και το απολαμβάνουν! Οι περισσότεροι μεγαλώσαμε νομίζοντας πως το δεύτερό μας όνομα ήταν «κοιμήσου επιτέλους παιδί μου», από μια απελπισμένη μαμαδίστικη φωνή που προσπαθούσε μάταια να μας βάλει για ύπνο, όταν τα πρώτα πρωινά κελαηδήματα απ’ έξω καλωσόριζαν το χάραμα.
Υπάρχει μια -μάλλον ορθώς- διαδεδομένη αντίληψη που υποστηρίζει πως οι νυχτερινοί τύποι είναι στην πλειοψηφία τους και καλλιτεχνικής φύσεως. Είναι εκείνοι που προτιμούν την ησυχία, το μαύρο, τη μοναχικότητα, αυτοί που αγαπούν τα αστέρια υπερβολικά πολύ για να φοβούνται το σκοτάδι της νύχτας. Μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι και καλή παρέα, με μια πένα ή μια μπίρα, τα επικά τους ξενύχτια έχουν μια εξίσου αξιοζήλευτη πλευρά. Γεννιούνται κάθε μεσάνυχτα ως καλλιτέχνες, ποιητές, απελπισμένοι ζωγράφοι, κάθε φορά που όλοι οι υπόλοιποι κοιμούνται, ενώ εκείνους πάλι δεν τους πιάνει ο ύπνος. Καλλιτέχνες απανταχού, σας βλέπουμε και ξέρουμε ποιοι είστε• βλέπουμε το φως σας αναμμένο, τη σκιά σας στο παράθυρο να σιγοκαίει. Χαμένοι μέσα στο άπειρο σκοτάδι, έχουν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με την αληθινή κι ανεπιτήδευτη πλευρά του εαυτού τους. Τόσο ασυμβίβαστες κι οι δυο πλευρές, τόσο μοναδικά ερωτεύσιμες, η καθεμιά για ξεχωριστούς λόγους. Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουν η μία την άλλη, απλώς δε συμφωνούν. Για την ακρίβεια, αυτό ακριβώς το σημείο της κατανόησης τους φέρνει σε αντιπαράθεση. Ακριβώς επειδή κατανοεί η μία πλευρά τα επιχειρήματα της άλλης, συνειδητοποιούν αμφότεροι πως δε συμφωνούν, κι απορρίπτουν ό,τι δεν τους κάνει.
Και κάπως έτσι, σφυρηλατημένος από αντιφάσεις διαμορφώνεται ένας αρμονικός κύκλος, όπου κι οι δυο πλευρές συνυπάρχουν, σέβονται η μία την άλλη, κι ας απορρίπτονται ως προσωπικές επιλογές. Υπάρχουν εκείνοι που αγκαλιάζουν τις πληγές και τις ρωγμές τους, γιατί από αυτές τρυπώνει μέσα τους το φως του ήλιου. Και υπάρχουν και κάποιοι άλλοι, που βλέπουν τη σκοτεινή σου πλευρά και σου ψιθυρίζουν πως το μαύρο είναι το αγαπημένο τους χρώμα. Κι ομως, οι μεν ερωτεύονται τους δε μέσα σε μια μοναδική αντίφαση.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου