Μένεις στα σκοτάδια να κάνεις συλλογή από αποτσίγαρα. Ως πότε θα κρατήσει αυτό το, τάχα μου, πένθος ούτε εσύ ξέρεις. Απλά δεν είσαι ακόμα σε φάση να αντικρίσεις κανέναν· νομίζεις θα τον ξεπεράσεις πιο γρήγορα αν τον ζήσεις μεμιάς και στο έπακρο τον πόνο.
Σήμερα αναγκάστηκες να σηκωθείς απ’ τον καναπέ για να πας μέχρι τη δουλειά. Με βαριά καρδιά σύρθηκες, ενώ το μυαλό σου δε σε ακολούθησε, ήταν αραγμένο κάπου αλλού, σε κάτι μπερδεμένα «αν». Πέρασε κι αυτή η μέρα για να σε βρει η νύχτα πάλι σ’ αυτόν τον έρμο τον καναπέ. Σου βάζεις ένα ποτήρι κρασί κι αναλογίζεσαι. Φέρνεις στη μνήμη σου λόγια που είπατε ή όσα δεν προλάβατε να πείτε· μηνύματα, υποσχέσεις, τηλεφωνήματα παίζουν όλα σε repeat.
Στη σκέψη πως δε θα δεις μήνυμα για καλημέρα το επόμενο πρωί σού ‘ρχεται δύσπνοια. Πώς άλλαξαν όλα έτσι, απ’ τη μία στιγμή στην άλλη; Από ‘κει που περπατούσατε χέρι-χέρι και γελούσατε με την καρδιά σας, πώς φτάσατε στο τέλος;
Δε γίνεται να ήταν μονόπλευρο, την ένιωσες την ανταπόκριση∙ σε κάθε αγκαλιά, σε κάθε άγγιγμα κι όλες εκείνες τις φορές που γυρνούσες το κεφάλι να ψάξεις εκείνο το βλέμμα και σε κοιτούσε ήδη. Απ’ την άλλη, πώς γίνεται ο μέχρι πρότινος άνθρωπός σου να τα ξέχασε όλα αυτά σε μία στιγμή και να πήρε, έτσι αιφνιδιαστικά, την απόφαση να το λήξετε;
Ίσως να μην ήσασταν και πολύ καιρό μαζί, αλλά η ένταση και το συναίσθημα μιας σχέσης δε μετριούνται με τους κύκλους που κάνουν οι δείκτες ρολογιού ούτε με τις σελίδες που αλλάζει το ημερολόγιο. Πόσο καλά ήξερες, όμως, αυτόν τον άνθρωπο; Πόσο πρόλαβες να τον ζήσεις και να δεις καθαρά τον χαρακτήρα ή τις προθέσεις του;
Έπειτα, έχεις ακούσει πως ο έρωτας ή, πιο συνειδητοποιημένα, ο ενθουσιασμός μας τυφλώνει; Κι αυτό γιατί όταν καψουρεύεσαι τον άλλο, τα βλέπεις όλα πάνω του ρόδινα και θετικά. Γιατί αν σε θυμηθεί βράδυ πια να σε πάρει ένα τηλέφωνο να δει τι κάνεις, εσύ θα σταθείς εκεί, θα χαρείς που σε σκέφτηκε, δε θα υπολογίσεις την ώρα και γιατί του πήρε τόσο χρόνο να το κάνει. Γιατί αν επιτέλους βγείτε ραντεβού μετά από δική σου πρόταση, θα χοροπηδήσεις που δέχτηκε, δε θα σου κακοφανεί που δεν το πρότεινε.
Σε κάθε σχέση, μεταξύ δύο ανθρώπων, κάποιος θα έχει το πάνω χέρι -συνήθως ο λιγότερο δυνατός είναι εκείνος που γουστάρει περισσότερο. Αν τους κάναμε εικόνα, ο ένας θα περπατούσε σταθερά στη γη κι ο άλλος θα έκοβε βόλτες με αερόστατο στα σύννεφα∙ μάντεψε ποιος θα φάει τα μούτρα του αν κάτι στραβώσει.
Όταν, λοιπόν, ηρεμήσει το μυαλό σου και μετά από καιρό καταφέρεις να δεις αντικειμενικά την κατάσταση, θα καταλάβεις, θα προσγειωθείς. Αφού δε συνέβη κάτι που να δικαιολογεί την απότομη αλλαγή, δε γίνεται απ’ τη μία μέρα στην άλλη να μετατράπηκες από καψούρα σε αδιάφορη παρουσία για κάποιον. Δεν έχουν διακοπτάκια τα συναισθήματα. Κάποιες αμφιβολίες θα προϋπήρχαν σίγουρα στο μυαλό του άλλου, όμως, φυσικά, δεν τις μοιράστηκε μαζί σου.
Μπορεί να περνούσατε καλά μαζί, να υπήρχε χημεία και να ταιριάζατε στο σεξ, όμως η ιστορία αλλάζει δραματικά στα μάτια του κάθε πρωταγωνιστή. Αφού πήρε απλά μια μέρα την απόφαση να φύγει πριν σας δώσει την ευκαιρία να δείτε κι άλλο απ’ τη συνέχειά σας, πάει να πει πως δεν το ενδιέφερε, δεν είχε καν την περιέργεια.
Σταμάτα να πιστεύεις πως όλα ήταν τέλεια μέχρι να χωρίσετε, δε σας «ματιάσανε», εσύ απλά έκλεινες τα μάτια για να μη δεις την αλήθεια. Τα πράγματα είναι απλά: Εσύ απ’ το συννεφάκι σου τα έβλεπες όλα καλά, ενώ ο άλλος δεν ήταν σίγουρος εξαρχής. Ναι, απ’ την αρχή έκανε δεύτερες σκέψεις, απ’ την αρχή δεν άφησε τον εαυτό του να πέσει με τα μούτρα, δεν έκανες εσύ κάτι λάθος.
Δεν ευθύνεσαι εσύ που εκείνος δεν εκτίμησε ό,τι είχες να δώσεις. Σήκω επιτέλους από εκείνον τον καναπέ. Δεν είσαι εσύ ο χαμένος∙ χάνει εκείνος που βιάστηκε να ρίξει τίτλους τέλους πριν καν δει όλη την παράσταση. Βγες και αναζήτησε εκείνον που δε θα έχει την παραμικρή αμφιβολία για ‘σένα, γιατί αν δε νιώθεις σίγουρος για την επιλογή σου, δεν είναι έρωτας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη