Πού είσαι; Γιατί πάλι δεν είσαι εδώ; Γιατί περπατάω μόνη στο δρόμο; Εμείς γιατί δεν κόβουμε βόλτες μαζί, όπως εκείνα τα ζευγαράκια που συναντώ και χαζεύω στη διαδρομή μου;
Εμείς δεν είμαστε, βέβαια, σαν τους άλλους… Δεν ήμασταν ποτέ μαζί εμείς, ποτέ σε σχέση. Δε σε σύστησα ως το αγόρι μου, ούτε εσύ ως την κοπέλα σου, δε μας κολλήσαμε ποτέ αυτήν την ταμπέλα. Είχαμε κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, «δεν τα ‘χουμε ανάγκη αυτά» έλεγες.
Μόνο οι πολύ φίλοι μου ακούν για εσένα, μόνο εκείνοι βλέπουν τα μάτια μου κόκκινα για εσένα. Αλλά εσύ δεν έκανες κάτι, εσύ είσαι αυτό που ήσουν πάντα, αέρας. Ένα δυνατό μπουρίνι, που φύσηξε ξαφνικά κι αναπάντεχα στη ζωή μου. Που πήρε σβάρνα όλα κι όλους όσοι είχανε περάσει.
Φεύγεις κι έρχεσαι όποτε θέλεις, και καλά κάνεις, αφού εγώ μένω να σου κρατάω ανοιχτή την πόρτα μέχρι το επόμενο ξανά. Κι όσο κι αν συνηθίζω τις φυγές σου, κι αν βολεύομαι στις επισκέψεις, περιμένω την ημέρα που θα ‘ρθεις για να μείνεις, τη μέρα που θα ‘μαστε μαζί. Τη βραδιά που δε θα ξενυχτάω ανάμεσα σε δεύτερες σκέψεις για το πού είσαι κι αν με σκέφτεσαι, γιατί θα ξαπλώνεις δίπλα μου στο κρεβάτι.
Θα περπατάμε αγκαλιά στον δρόμο, θα γελάμε δυνατά και θα ‘μαστε κι εμείς ένα από ‘κείνα τα ζευγαράκια που εκνευρίζουν τους κυνικούς ή τους πληγωμένους. Θα σε πάω στην παρέα μου και θα σε συστήσω ως το αγόρι μου, αλλά θα εννοώ τον άνθρωπό μου.
Μακάρι να μη στα ‘γραφα αυτά, να στα ‘λεγα όσο σε είχα απέναντί μου. Να ‘χαν έρθει έτσι τα πράγματα, που οι συγκυρίες να δούλευαν υπέρ μας και να μη μας απομάκρυναν. Να ξύπναγα αύριο το πρωί και να σε έβρισκα στο σαλόνι, να παίζεις με την κιθάρα σου, ενώ έχεις ένα φιλτράκι στο στόμα. Να μου λες πως δεν πρέπει να αγχώνομαι, να πιστεύεις σε εμένα κι εγώ να σε ρωτάω τι καφέ να παραγγείλω.
Η καρδιά μου να χτύπαγε όπως τότε, να λύσσαγα για την αγκαλιά σου, για το πώς θα σου φανώ, για να μην κάνω πάλι κανένα σαρδάμ. Παράξενοι που είμαστε, όμως, οι άνθρωποι, ε; Νομίζουμε πως μπορούμε να κρυφτούμε απ’ τα πάντα και ξεχνάμε πως στον έρωτα γινόμαστε διάφανοι.
Μια μέρα δε θα με ρωτάς πότε θα φας απ’ τα χεράκια μου, γιατί θα σου έχω ήδη μαγειρέψει. Θα καθόμαστε στον καναπέ αγκαλιά και θα συζητάμε για ταινίες και φιλοσοφία, θα διαβάζουμε μαζί βιβλία κι ύστερα θα σχολιάζουμε όσα μας τράβηξαν περισσότερο το ενδιαφέρον.
Ένα πρωί δε θα πάω στη δουλειά, θα κάτσω να μου μάθεις σοβαρά πώς να στρίβω τσιγάρα. Θα μιλάμε περί ανέμων κι υδάτων, θα θυμηθούμε τα παλιά. Θα πάμε βόλτα στο κέντρο, ενώ όλοι οι άλλοι δουλεύουν.
Ένα βράδυ θα μου κάνεις έκπληξη, θα με πας κάπου που δε με έχει πάει κανείς. Κάπου χωρίς πολύ κόσμο κι όσοι θα υπάρχουν γύρω μας δε θα ξέρουν τι είμαστε, αλλά εγώ πια θα ξέρω πως είμαστε μαζί.
Ένα ξημέρωμα σαν τα τότε δικά μας ψάχνω, με εσένα απέναντί μου και τον ήλιο να ετοιμάζεται να πάρει τη θέση του στον ακόμα μουντό ουρανό. Τότε που με κράταγες από το χέρι για να μην πέσω, τότε που φορούσα εκείνες τις κίτρινες γόβες που σου άρεσαν και μου είχες ρίξει το σακάκι σου στους ώμους.
Εγώ κι εσύ θα ‘μαστε μαζί. Δεν περάσαμε τόσα για μην καταλήξουμε μαζί, δε μας το επιτρέπω. Μακάρι, όμως, όταν θυμηθείς τι είχαμε και τι θα μπορούσαμε να γίνουμε, όταν ‘ρθεις, η καρδιά μου να χτυπάει όπως τότε…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη