Γράφω σε σένα «πατέρα», αποκαλώντας σε έτσι όπως κανονικά δε σου ανήκει. Δε φάνηκε ποτέ να διεκδίκησες αυτή την ιδιότητα, δεν την κέρδισες όπως θα έπρεπε κι όταν ακούω αυτή τη τρυφερή και σημαντική λέξη, ο νους μου δεν πηγαίνει σε σένα.
Αν με ρωτάς ποιον τίτλο κέρδισες στη ζωή μου, η απάντηση είναι απλή για μένα. Στην καρδιά μου είσαι ο φόβος. Κυκλοφορείς τις μέρες και τις νύχτες μου, στις σημαντικές και στις ασήμαντες στιγμές, στις χαρούμενες και στις δύσκολες, μόνο με τη μορφή ενός φόβου.
Φόβος να μη βρω κάποιον που σου μοιάζει, φόβος να μην και κάνω τα ίδια λάθη με τα δικά σου, φόβος για τη στιγμή που θ’ ανέβω μόνη μου τα σκαλιά της εκκλησίας, φόβος για τη στιγμή που τα παιδιά μου θα ρωτήσουν που είναι ο παππούς τους.
Τις στιγμές που συναντιόμαστε είτε τυχαία είτε τυπικά θέλω να ξέρεις ότι μέσα μου κλαίω. Κλαίω για όλα όσα θα μπορούσες να ξέρεις για μένα και για όσα δε θα μάθεις ποτέ. Κλαίω γιατί φτιάξαμε μια από τις πιο δυνατές σχέσεις στον κόσμο, μια τυπική, τυχαία και κάποτε αβάσταχτη σύνδεση. Κι ενώ θα μπορούσες να είσαι όλος μου ο κόσμος, επέλεξες να είσαι ένας ξένος κι αφιλόξενος κόσμος, έτη φωτός μακριά από τον δικό μου. Πάντα ήθελα να σε ρωτήσω ένα πράγμα: Πώς αντέχεις να δίνεις σε κάποιον ζωή κι έπειτα να φεύγεις αφήνοντάς του κενό;
Κάποτε έκανα μεγάλους περιπάτους το μεσημέρι κι έβλεπα πώς είναι οι αληθινοί πατεράδες. Κι έτσι, πήρα δύο αποφάσεις στη ζωή μου. Η πρώτη ήταν πως δεν μπορώ πια να σε αποκαλώ «μπαμπά», αφού σε τίποτα δε θύμιζες εκείνο το πατρικό βλέμμα που έβλεπα στα πρόσωπα των πατεράδων που συναντούσα στους περιπάτους μου -ένα βλέμμα προστασίας κι ευτυχίας. Η δεύτερη απόφασή μου ήταν να μεταφέρω εκείνους τους ηλιόλουστους περιπάτους αργά το βράδυ, όταν τα παιδιά αντί να παίζουν στις πλατείες, κοιμούνται κι έτσι δε θα έκανα συγκρίσεις μαζί τους.
Θυμάμαι από εσένα εκείνο το κόκκινο μπαλόνι που μου είχες δώσει σε έναν από τους ελάχιστους δικούς μας ξεχασμένους μεσημεριανούς περιπάτους. Έτσι σε θυμάμαι μπαμπά, σαν ένα κόκκινο μπαλόνι που μια μέρα έφυγε μακριά μου. Ακόμα, όμως, και με ‘κείνο είχες μια μεγάλη διαφορά. Βλέπεις, εκείνο έπρεπε να το αφήσω εγώ για να φύγει μακριά. Εσένα, ενώ δε σε άφησα ποτέ, δεν είσαι πια εδώ.
Καμιά φορά πιάνω τον εαυτό μου να κοιτάω το γαλάζιο του ουρανού και να προσπαθώ να δω εκείνη την κόκκινη κουκκίδα κάπου ανάμεσα στις ηλιαχτίδες. Κοιτάζω να βρω το μπαλόνι, το πλανεμένο μου όνειρο. Όμως, δε βλέπω τίποτα, παρά μόνο την ομοιότητά σου με εκείνο το ξεχασμένο μπαλόνι, που έχει γίνει μια μακρινή ανάμνηση.
Τίποτα δεν μπορεί να γεμίσει το κενό που ένιωσα, που νιώθω και που θα νιώθω. Τίποτα δεν μπορεί ν’ απαλύνει τον θυμό που μου γεννάει η σιωπή σου στο αιώνιο «γιατί μπαμπά;». Τίποτα δεν μπορεί ελέγξει τη ζήλια μου όταν βλέπω πατεράδες να κερδίζουν άξια τον τίτλο της ιδιότητάς τους κάθε λεπτό της ημέρας. Τίποτα δεν μπορεί ν’ αντικαταστήσει την πατρική αγκαλιά που δεν είχα ποτέ. Τίποτα δεν μπορεί να σε φέρει κοντά μου και την ίδια στιγμή τίποτα δεν μπορεί να σε διώξει από μέσα μου.
Γιατί όλες τις στιγμές που δε ζήσαμε μαζί, με ακολουθεί η απουσία σου κι εκείνο το «γιατί μπαμπά» που ξέρω πως θα μείνει χωρίς απάντηση.
Στις τελευταίες γραμμές που σου γράφω, θα σου πω το μεγάλο μου μυστικό. Πάντα θα κρατάω στην καρδιά μου τις στάχτες σου και θα ονειρεύομαι για έναν αναγεννημένο φοίνικα, για ένα εισιτήριο επιστροφής, θα πηγαίνω με τη σκέψη μου σε μια εποχή που η θέση σου δεν θα ήταν κενή, αλλά θα ήσουν εκεί να περιμένεις για μένα.
Πάντα θα ονειρεύομαι ότι το κόκκινο μπαλόνι μου θα γυρίσει πίσω. Πάντα θα ονειρεύομαι πως κάποια μέρα θα ξεκινήσω ξανά τους μεσημεριανούς περιπάτους. Πάντα θα ονειρεύομαι έναν πατέρα…
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα