Η οικονομική κρίση, η κούραση της ημέρας, οι ευθύνες της καθημερινότητας αλλά και τα συσσωρευμένα προβλήματα στη σχέση ενός ζευγαριού, μπορεί να επιφέρουν συχνούς και, σε ορισμένες περιπτώσεις, έντονους καβγάδες. Αυτό είναι αρκετά συχνότερο ανάμεσα σε ζευγάρια που είναι παράλληλα και γονείς. Οι συχνοί κι έντονοι τσακωμοί επιδρούν αρνητικά στον ψυχισμό ενός παιδιού, σε όποια ηλικία κι αν είναι αυτό, όταν λαμβάνουν χώρα μπροστά του.
Συχνά τα ζευγάρια, βυθισμένα στα προσωπικά τους προβλήματα, ξεκινούν να εκτοξεύουν κατηγορίες ο ένας στον άλλο, πολύ συχνά και προσβολές, ξεχνώντας πως τα παιδιά τους μπορεί είτε να ακούν είναι να βλέπουν αυτήν την αντιπαράθεση. Φωνές, ύβρεις, αλληλοκατηγόριες και προσβολές, τείνουν να γίνουν συνήθης εικόνα στα σύγχρονα ζευγάρια.
Τέτοιου είδους διενέξεις, μπορεί φαινομενικά να ξεκινούν από μικροπαρεξηγήσεις ή ακόμη και καθημερινές συνήθειες κάποιου απ’ τους συντρόφους -για παράδειγμα, ρούχα που δε διπλώθηκαν ποτέ, πεταμένες κάλτσες δίπλα στην είσοδο, ακόμη και το ποτήρι που ίσως ξέμεινε στον νεροχύτη αντί να μπει στο πλυντήριο πιάτων. Το ζευγάρι ξεκινάει να λογομαχεί, να φωνάζει και να εκτοξεύει λέξεις που πληγώνουν, προσβάλλουν και, πολλές φορές, αδικούν. Υπάρχουν κι ακραίες περιπτώσεις, εκείνες της χειροδικίας, που φυσικά ποτέ δεν μπορούν να δικαιολογηθούν και ποτέ δε θα ‘πρεπε να ανεχθούν.
Τέτοιου είδους λόγοι για να ξεκινήσει ένας καβγάς δεν είναι, φυσικά, ποτέ η αιτία αλλά πάντα η αφορμή. Ίσως να υπάρχουν πολλά σημαντικότερα προβλήματα που υποβόσκουν ανάμεσα στο ζευγάρι, κι επειδή αποφεύγουν να τα συζητήσουν –καθώς αυτά είναι τα ζητήματα που πραγματικά πονάνε– δεν μπορούν να τα διαχειριστούν. Όσο αυτά μαζεύονται το «μπαμ» είναι απλώς θέμα χρόνου.
Ένα τέτοιο περιβάλλον είναι, αν μη τι άλλο, ιδιαίτερα τοξικό. Ειδικά για μια ευαίσθητη, αγνή ψυχούλα, όπως είναι ένα παιδί. Τα μικρά παιδιά έχουν ιδιαίτερα εύθραυστη ψυχολογία, καθώς δεν μπορούν να φιλτράρουν και να επεξεργαστούν τέτοιου είδους καταστάσεις. Συχνά, τα παιδιά φτάνουν να πιστεύουν ότι είναι τα ίδια υπεύθυνα για την κατάσταση που επικρατεί ανάμεσα στους γονείς τους κι ότι τα ίδια είναι ο επιβαρυντικός παράγοντας, καθώς πιστεύουν ότι η παρουσία τους επιβαρύνει οικονομικά και πρακτικά τους γονείς.
Κάποιοι εδώ ίσως σκεφτούν: «Μα δεν τσακωνόμαστε μπροστά στο παιδί, πηγαίνουμε σε άλλο δωμάτιο του σπιτιού.» Πρώτον, μέσα στο ίδιο σπίτι πόση ηχομόνωση θεωρούν ότι υπάρχει, ώστε να μην ακουστεί απολύτως τίποτα; Δεύτερον, όταν επιστρέφουν απ’ τη «συζήτησή» τους μουτρωμένοι, κατηφείς και κακοδιάθετοι, είναι ξεκάθαρο το τι συνέβη μεταξύ τους πίσω απ’ τις κλειστές πόρτες. Τα παιδιά αφουγκράζονται την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και νιώθουν το βάρος που υπάρχει σε αυτή.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα παιδιά να γίνονται επιθετικά, ιδιαίτερα αντιδραστικά, αναιδή και πολλές φορές παραβατικά, κυρίως στο σχολείο, το οποίο βλέπουν ως ένα χώρο εκτόνωσης μακριά απ’ τα προβλήματα που υπάρχουν στο σπίτι. Ας μην υποτιμούμε, βέβαια, και το άλλο άκρο, όπου το παιδί είναι ιδιαίτερα ήσυχο, κλείνεται στον εαυτό του, έχοντας γίνει ιδιαίτερα εσωστρεφές κι απόμακρο ως προς τους γύρω του. Η απόδοση στα μαθήματα πέφτει, οι βαθμοί παίρνουν την κατιούσα, και γενικά ο αντίκτυπος από όλα αυτά έχει πάντοτε πρόσημο αρνητικό.
Άλλωστε, η ένταση ανάμεσα στους γονείς ποτέ δε μένει αποκλειστικά και μόνο στο μεταξύ τους. Πάνω στα νεύρα τους και στην ένταση, φωνάζουν κι αντιδρούν αυστηρά στο παραμικρό λάθος που μπορεί να κάνει το παιδί, δίνοντάς του την αίσθηση ότι είναι ανεπιθύμητο, ανεπαρκές κι ενοχλητικό στην ήδη τεταμένη μεταξύ τους κατάσταση. Το παιδί, αμυντικά, αρχίζει κι εκφράζεται κι εκείνο με φωνές κι ένταση απέναντι στους γονείς του, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή τους πάνω του, ακόμη και με αρνητικό τρόπο, μπας και σταματήσει τον μεταξύ τους καβγά.
Κανείς δε λέει πως δεν πρέπει οι γονείς να διαφωνούν και να τσακώνονται μπροστά σε ένα παιδί. Άλλο, όμως, το να διαφωνούν κι άλλο το να διαπληκτίζονται. Όταν ένα ζευγάρι είναι αγαπημένο και θέλει να βγει πραγματικά ένα θετικό αποτέλεσμα απ’ τη μεταξύ του διαφωνία, υπάρχουν πολλοί σωστοί τρόποι για να το επιτύχει. Με ήρεμο τόνο φωνής, με σωστή χρήση της γλώσσας κι όχι με ύβρεις και προσβολές, καθώς και με χρήση επιχειρημάτων, δίνεται το σωστό παράδειγμα απέναντι στο παιδί. Όσο οι τόνοι παραμένουν χαμηλοί και το ζευγάρι έχει την πρόθεση να βρει μια ουσιαστική λύση στο εκάστοτε πρόβλημα, γίνεται κατανοητό στο παιδί ότι ο μπαμπάς κι η μαμά μπορεί να διαφωνούν, αλλά όλα θα πάνε καλά στο τέλος.
Με αυτόν τον τρόπο το παιδί δε νιώθει απειλή από κάτι. Δε φοβάται ότι οι γονείς του μισούν ο ένας τον άλλο, δε νιώθει αρνητικά συναισθήματα και δεν αισθάνεται εκείνο υπεύθυνο για μια επερχόμενη οικογενειακή κρίση. Οι γονείς με αυτόν τον τρόπο δείχνουν ότι είναι αγαπημένοι κι ότι ενδιαφέρονται ουσιαστικά ο ένας για τον άλλο αλλά και για τα παιδιά τους. Είναι πιο διαλλακτικοί, νιώθουν άνετα μεταξύ τους και σέβεται ο ένας τη γνώμη του άλλου.
Τα παιδιά έτσι νιώθουν άνετα απέναντι στους γονείς τους, εκφράζονται κι εκείνα πιο ανοιχτά απέναντι στη μαμά και τον μπαμπά, είναι πιο ήρεμα και συνειδητοποιημένα. Μαθαίνουν, λοιπόν, κι εκείνα να λύνουν τις διαφορές τους με διάλογο και επιχειρήματα και να ‘ναι πιο μεθοδικά, συγκεντρωμένα και συγκροτημένα στα μαθήματά τους αλλά και στις διαπροσωπικές τους σχέσεις.
Έρευνες έχουν δείξει πως αυτό που επηρεάζει κυρίως τα παιδιά δεν είναι τόσο η συχνότητα των διαφωνιών όσο η ένταση κι η ποιότητα αυτών. Μια εκρηκτική ατμόσφαιρα φοβίζει και ταράζει τα παιδιά, δημιουργώντας τους ενοχές, φοβίες, επιθετικότητα κι εσωστρέφεια. Επιπλέον, είναι πολύ χειρότερο αν υπάρχει λεκτική ή σωματική βία κι αν οι γονείς τα εμπλέκουν στον διαπληκτισμό ή αν ο τσακωμός αφορά αυτά τα ίδια.
Και σαν να μη φτάνει αυτό τους πετάνε και την ατάκα «έχε χάρη που κάνω υπομονή για σένα, παιδί μου». Το να φορτώνουν τα δικά τους λάθη και τη δική τους αποτυχία στην ομαλή εξέλιξη της σχέσης τους, στο παιδί και, ουσιαστικά, να του μεταθέτουν την ευθύνη είναι τουλάχιστον ανεύθυνο κι ανώριμο.
Δύο δρόμοι υπάρχουν, λοιπόν, σε αυτές τις περιπτώσεις, αλλά κι οι δύο ξεκινούν από κοινές συντεταγμένες: την ωριμότητα, τον σεβασμό και την ομαλότητα. Είτε, ανάμεσα σε ένα αγαπημένο ζευγάρι, υπάρχει ο διάλογος κι η επιχειρηματολογία, με σκοπό να βρεθεί μια αμοιβαίως αποδεκτή λύση ή –όταν τα πράγματα έχουν οδηγηθεί σε αδιέξοδο– έρχεται το διαζύγιο -αλλά και πάλι με ηρεμία και συζήτηση. Ακόμη και σε αυτή τη λύση όμως, ο γονιός παραμένει γονιός και το πρώην ζευγάρι θα πρέπει να παραμένει πάντα ενωμένο απέναντι στα παιδιά του, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Τα παιδιά χρειάζονται τους γονείς τους.
Να μην τους δίνουν το παράδειγμα, να γίνονται οι ίδιοι το παράδειγμα, μέσα απ’ τις πράξεις και τη συμπεριφορά τους, έτσι όπως αρμόζει σε νοήμονες ενήλικες που έχουν ευθύνη και χρέος απέναντι σε αυτά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη