Ένιωσα το άρωμά της. Το μύρισα. Μα πώς ήταν δυνατόν; Δεν ήταν δυνατόν, όμως ήθελα να αφεθώ σ’ αυτή τη μυρωδιά. Έκλεισα τα μάτια μου και ένιωσα τα χέρια της να μ’ αγκαλιάζουν. Την είδα. Ήταν εκεί. Ήθελε τόσο πολύ να μου μιλήσει, μα ένιωθα πως η φωνή της είχε χαθεί. Της ψιθύρισα «Προσπάθησε. Πες μου πώς είσαι. Πώς περνάς. Είσαι μόνη;», και εκείνη προσπάθησε ξανά. Μου είπε πως είναι ακόμα εδώ. Πάντα θα είναι εδώ.
Άνοιξα τα μάτια μου και φαντάστηκα πως βρίσκομαι πίσω στον Ιούλη. Ναι στον Ιούλη, που ήταν και εκείνη εδώ. Εκείνη τη μέρα που με ένα γλυκό εμφανίστηκα στην πόρτα της. Το νιώθαμε όλοι πως θα ήταν ο τελευταίος Ιούλης που θα ήταν εδώ, μα κανείς μας δεν τόλμησε ποτέ να το πει. Κανείς δεν είχε τη δύναμη να το πιστέψει. Ήταν εκείνο το χαμόγελό της, εκείνος ο τρόπος που σου φώναζε, που σε πείραζε. Όλα της ήταν τόσο ιδιαίτερα. Τόσο ξεχωριστά. Ακόμα και ο τρόπος που πάλεψε για τη ζωή της ήταν μοναδικός.
Κανείς άλλος δεν έχει παλέψει τόσο. Όλοι έλεγαν πως έχει πολλή δύναμη και θέληση να ζήσει. Ήταν ολοφάνερο ότι το κορμί της έσβηνε, μα εκείνη έκρυβε τον αέρα με νύχια και με δόντια για να μην του επιτρέψει να σβήσει την ψυχή της. Όμως ποιος τα μετράει αυτά; Ποιος μετράει τη θέληση και τη δύναμη; Ποιος είναι αυτός που τελικά θα αποφασίσει για τη ζωή της; Εκείνη ή κάποιος άγνωστος; Και γιατί κάποιος άγνωστος να αποφασίσει για τη δική της ζωή; Γιατί εμείς να μην μπορούμε με τη δύναμη της αγάπης μας να την κρατήσουμε στη ζωή; Όλα ήταν τόσο άδικα, για μία τόσο ξεχωριστή γυναίκα.
Η ψυχή της ήθελε να μείνει, μα το κορμί της είχε καταρρεύσει. Δεν άντεχε άλλο. Την εγκατέλειπε κάθε μέρα. Πρώτα το πόδι της, μετά οι πνεύμονές της και τελικά… η καρδιά της. Μα ακόμη και όταν ακούστηκε ο ήχος θανάτου από το μηχάνημα, η καρδιά της χτυπούσε. Μάλλον η ψυχή της θα προσπαθούσε να σώσει το κορμί της για να ζήσουμε μαζί της όσα δεν προλάβαμε.
Για να πάμε για εκείνο το παγωτό στην Αθήνα. Για να πάμε εκείνες τις βόλτες που ονειρευόμασταν. Για να μας πει όσα έζησε τέσσερις φορές στο χειρουργείο. Όσα της έκαναν, όσα ένιωσε. Να μπορέσουμε και εμείς με τη σειρά μας να της μιλήσουμε ανοιχτά για την αγωνία που βιώναμε κάθε φορά που οι γιατροί μάς έλεγαν πως ίσως δεν ξυπνήσει ποτέ από τη νάρκωση.
Ποτέ! Και αυτό το ποτέ ηχούσε όλη νύχτα στα αυτιά μας. Κάθε νύχτα που εκείνη έμπαινε στο χειρουργείο και μας χάριζε το χαμόγελο της ψυχής της. Μα εμείς δεν ξέραμε πότε θα το αντικρίζαμε για τελευταία φορά. Και το πιο δύσκολο από όλα ήταν ότι δεν μπορούσαμε να της το πούμε. Ήμασταν εκεί για στήριξη. Έπρεπε κοντά μας να νιώθει ευτυχισμένη. Έπρεπε όλα να θυμίζουν το σπίτι της. Έπρεπε η συμπεριφορά μας να είναι όπως εκείνη τη μέρα με το γλυκό.
Όμως, ήταν αναγκαίο να συμβούν όλα αυτά για να της δείξουμε πόσο την αγαπάμε; Γιατί να μην της το δείχνουμε καθημερινά; Γιατί να μην της υπενθυμίζουμε πως ήταν, είναι και θα είναι η αγαπημένη όλων μας; Εφησυχαστήκαμε στο δεδομένο και ένα πρωινό του Σεπτέμβρη το δεδομένο έγινε ζητούμενο και το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι ότι εκείνη ήξερε, ξέρει και όπου και αν είναι θα το θυμάται πως όλοι μας την αγαπήσαμε γι’ αυτό που ήταν.
Γιατί η αγάπη να μην μπορεί να τα διορθώσει όλα; Γιατί να μην μπορεί να τα ισορροπήσει όλα; Γιατί να μην μπορεί να την κρατήσει εδώ; Γιατί να μην μπορούν τα κύτταρα να διορθώσουν κάθε είδους βλάβη, απορροφώντας αγάπη; Από εκείνη είχε αρκετή, μα της έλειπε η τύχη.
Ξαναέκλεισα τα μάτια μου και δάκρυα κύλησαν. Μη μπορώντας να σκεφτώ κάτι άλλο. Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Ο ήλιος έλαμπε, τα δέντρα ήταν σχεδόν ανθισμένα. Πλησίαζε ξανά ο Ιούλης. Μα τώρα φάνταζε χλωμός. Φάνταζε μελαγχολικός. Τίποτα δε θύμιζε εκείνο τον Ιούλη.
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα