Μια Παρασκευή βραδιάζει. Ένα Σάββατο οσονούπω ξημερώνει. Έχεις βγει. Φόρεσες εκείνο το πουκάμισο που τόσο σου πάει, έλυσες τα μαλλιά σου, σκόρπισες μπόλικο άρωμα γύρω απ’ τον λαιμό σου, χαμογέλασες στον καθρέφτη ενθουσιασμένη για τα σχέδιά σου κι έφυγες. Κλειδιά, κινητό, πορτοφόλι, το πανωφόρι σου κι έχεις αργήσει. Σε περιμένουν.
Εγώ, χαμένη στις υποχρεώσεις μου απόψε, βρίσκομαι εκεί που μισώ, αλλά πρέπει να ‘μαι. Μου είχες προτείνει να ‘ρθω μαζί κι η εικόνα σου να κατεβάζεις το βλέμμα στο «δε γίνεται», που ξεστόμισα, ενοχλεί τη σκέψη μου. Προσπάθησες να με πείσεις ότι θα ήσουν τόσο ευτυχισμένη, αν ήμουν εκεί, μα ύστερα με ένα «δεν πειράζει» κι ένα φιλί αποπειράθηκες να με απαλλάξεις απ’ τις τύψεις της απουσίας μου.
Θα γύριζα σπίτι μετά. Έτσι σου ‘χα πει. Θα έπεφτα στο κρεβάτι και θα χάζευα τις φωτογραφίες σου που θα μου έστελνες, για να με κάνεις να νιώσω κοντά σου. Για να νιώσεις κοντά μου κι εσύ. Θα ξαγρυπνούσα μέχρι να βεβαιωθώ πως θα γυρνούσες ασφαλής στο σπίτι. Θα περίμενα να με πάρεις τηλέφωνο όταν θα ξάπλωνες, για να μου μιλήσεις για όλα όσα θα είχα χάσει. Και κάπως έτσι θα αποκοιμιόμασταν κι οι δυο.
Η ώρα περασμένη πια. Εγώ κουρασμένη έχω πάρει τον δρόμο για το σπίτι. Σε ένα ηχητικό μήνυμά σου μου αφιέρωσες ένα τραγούδι που ακούγεται αμυδρά ανάμεσα στα γέλια σου. Ομορφαίνει ο κόσμος όταν είσαι ευτυχισμένη. Το έχω βάλει σε επανάληψη να παίζει στο αυτοκίνητο. Κι η μπαταρία του κινητού πέφτει, αλλά δε με νοιάζει. Έχω ανάγκη να σε ακούω.
Ατελείωτη η διαδρομή που σε οδηγεί εκεί που δε θες να πας. Κι εγώ απόψε δεν αντέχω να γυρίσω σπίτι. Ξέρω πως έπρεπε να βρίσκομαι κάπου αλλού και τα βάζω με τον εαυτό μου. Φέρνω γύρους στις γειτονιές κι απλά σε ακούω. Το ξέρω πια απ’ έξω κι ανακατωτά αυτό το τραγούδι. Και σε φαντάζομαι να μου το τραγουδάς, ξέροντας πως θα σε πειράξω για την παραφωνία σου και για εκείνες τις πόζες σου όταν υποδύεσαι τη σταρ. Κι η μπαταρία πέφτει κι άλλο.
Σου έστειλα να σου πω πως κοντεύω και πως ίσως κλείσει το κινητό. Δε θέλω να σε κάνω να ανησυχείς. Σου πάει να ‘σαι ξέγνοιαστη. Σταμάτησα στο φανάρι. Ένα ζευγάρι διασχίζει τη διάβαση. Εκείνη κάτι του λέει στο αφτί κι εκείνος την τραβά να τρέξουν πιο γρήγορα. Βιάζονται να ζήσουν απόψε αυτά που δεν έχουν έρθει ακόμα. Εγώ; Εγώ ακούω εσένα. Κι η μπαταρία εξαντλήθηκε. Εξαντλήθηκα κι εγώ που πιέζω τον εαυτό μου να υπομένει το ότι μου λείπεις.
Δεν πάω σπίτι. Κάνω αναστροφή κι έρχομαι σε σένα. Θα σε περιμένω στην πόρτα σου. Δε με νοιάζει πόσο θα χρειαστεί να μείνω εκεί μέχρι να φανείς. Θέλω να ‘χω τουλάχιστον την προοπτική ότι θα σε δω. Τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει, όταν σκέφτομαι την έκφρασή σου μόλις με δεις. Θα τρέξεις προς το μέρος μου και θα με αγκαλιάσεις σαν να έλειπα καιρό. Θα σε κλειδώσω πάνω μου και θα μυρίζεις ξενύχτι. Αλκοόλ, τσιγάρο, νύχτα και το άρωμά σου. Αυτό που μόνο ξέρει πώς να με ηρεμεί.
Θα σε περιμένω στην πόρτα σου. Θα καθίσω στο σκαλοπάτι κι οι δείκτες του ρολογιού θα παίζουν με την προσμονή μου να σε δω. Εσύ, απλά, έλα. Έλα να ανέβουμε στην ταράτσα του σπιτιού σου, να κουμπώσουμε τα παλτά μας και να χαζέψουμε το τέλος της νύχτας, εκεί που θα αχνοφαίνεται η νέα μέρα. Έλα να μοιραστούμε το μονό σου κρεβάτι κι αγκαλιά να αφεθούμε στη νύστα μας. Έλα να βολευτούμε όπως-όπως στον καναπέ και να σε ακούω να ψιθυρίζεις ιστορίες απ’ τη βραδιά που μόλις θα ‘χει τελειώσει.
«Εσύ, απλά, έλα» σκέφτομαι και τρίβω τα χέρια μου, γιατί παγώνουν. Και σε βλέπω. Με τα μαλλιά ανάκατα, τα ψηλοτάκουνα στο χέρι και τα αθλητικά σου αταίριαστα φορεμένα στα πόδια σου. Μόλις συνειδητοποιείς πως είμαι εκεί, ορμάς στην αγκαλιά μου και βιάζεσαι να μου υπενθυμίσεις πόσο χαζή είμαι που σε περιμένω. Βιάζεσαι, όμως, και να μου πεις πως μ’ αγαπάς. Κι αυτό το «σ’ αγαπώ» σου αξίζει όλη τη χαζομάρα του κόσμου.
Ό,τι απέμεινε απ’ αυτή τη νύχτα μας ανήκει. Έλα να το ζήσουμε. Οπουδήποτε. Ακόμα κι εδώ, στο σκαλοπάτι. Αρκεί να ‘μαστε μαζί.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη