Ένας προφήτης μας είπε κάποτε πως θα βρίσκαμε ένα κομμάτι χρυσού σ’ ένα ύψωμα και κινήσαμε να πάμε να το βρούμε. Σκεφτήκαμε πως κάτι τόσο σπουδαίο θα βρισκόταν, σίγουρα, σε ένα φοβερό και τρομερό βουνό και μάλιστα κάπου πολύ μακριά από εμάς.
Έτσι, δε σκοτιστήκαμε καθόλου να κοιτάξουμε στα μικρά υψωματάκια που ήταν μες στα πόδια μας, καθώς ήταν πολύ χαμηλά, πολύ ταπεινά, για να κρύβουν κάτι τόσο πολύτιμο, κι εμείς φανταζόμασταν κάτι πολύ πιο μεγαλοπρεπές απ’ αυτό.
Τσαλαπατούσαμε, λοιπόν, με καταφρόνια τα μικρά υψώματα και κοιτάζαμε μόνο σε πελώρια βουνά, περιμένοντας να δούμε το κομμάτι χρυσού. Ανεβήκαμε και κατεβήκαμε βουνά με τεράστιο ύψος, ματώσαμε τα πόδια μας απ’ την προσπάθεια, μα ο χρυσός δεν ήταν πουθενά.
Κι έτσι, γυρίσαμε πίσω. Τότε είδαμε κάτι να αντιφεγγίζει σ’ ένα μικρό, αδιόρατο, υψωματάκι, που ‘χαμε διασχίσει στο φευγιό μας. Το πλησιάσαμε κι ήταν εκεί το κομμάτι χρυσού, καταπατημένο από εμάς τους ίδιους.
Το ίδιο πράγμα, λοιπόν, κάνουμε και με την ευτυχία μας: Μας φαίνεται αδιανόητο το ενδεχόμενο να βρίσκεται κάτω απ’ τα πόδια μας και πιστεύουμε πως θα ‘ναι κάπου πολύ μακριά από εμάς. Έτσι, περιφρονούμε τις μικρές χαρές, δε σκοτιζόμαστε να κοιτάξουμε σ’ αυτές για να την βρούμε και την γυρεύουμε μόνο σε καθετί επικίνδυνο, επίπονο κι απαιτητικό.
Έχουμε την ευτυχία μες στα πόδια μας, λοιπόν, μα την τσαλαπατούμε κι επιδιδόμαστε σε δύσκολα και μάταια κυνηγητά, νομίζοντας πως μόνο έτσι ίσως μπορέσουμε κάποτε να την βρούμε. Η υπερπροσπάθειά μας να βρούμε την ευτυχία μας, ωστόσο, τελικά, εκτός απ’ το να μας εξαντλεί μας απομακρύνει απ’ αυτήν.
Καταρχάς, χάνουμε την ευτυχία που βρίσκεται, πραγματικά, κάτω απ’ τα πόδια μας. Νομίζοντας πως για να ευτυχήσουμε θα πρέπει, οπωσδήποτε, να φτάσουμε κάπου πολύ μακριά, σταματάμε να βλέπουμε τα χαμόγελα και την πληρότητα στα κοντινά μας. Έχουμε την πεποίθηση πως είναι πολύ μικρές οι καθημερινές χαρές για να βρίσκεται σ’ αυτές η πραγματική ευτυχία και τις προσπερνάμε, καθώς αποκλείουμε το ενδεχόμενο να μπορούμε να γίνουμε τόσο εύκολα ευτυχισμένοι.
Έχουμε την ευτυχία στο μυαλό μας, δηλαδή, ως ένα πράγμα εξαιρετικά δυσεύρετο και δεν μπορούμε να παραδεχθούμε πως, έτσι απλά, αν το θελήσουμε κι αν αφεθούμε στα μικρά μα σημαντικά, θα ευτυχήσουμε. Μα όταν, εκ των υστέρων, καταλαβαίνουμε πως την είχαμε μες στα πόδια μας, απογοητευόμαστε ακόμη πιο πολύ που δεν την χαρήκαμε όταν έπρεπε.
Όταν κάνουμε υπερβολική προσπάθεια και ψάχνουμε σε μεγάλα πράγματα την ευτυχία, μα στο τέλος αποτυγχάνουμε, τότε δε θα μπορούμε παρά να πειστούμε πως η ευτυχία δεν υπάρχει πουθενά, τελικά. «Αφού ρίξαμε τόση προσπάθεια για να βρούμε την ευτυχία και δεν την συναντήσαμε, πάει να πει πως δε θα την βρούμε ποτέ» θα συμπεράνουμε κι από εδώ και στο εξής θα αντιμετωπίζουμε μ’ ανυποχώρητη απαισιοδοξία ό,τι καλό θα συμβαίνει στη ζωή μας. Έτσι, είτε θα αρνούμαστε να το ζήσουμε απ’ την αρχή, είτε θα το ζούμε παγερά και με την πεποίθηση πως δε θα μας κάνει ευτυχισμένους.
Όταν ανεβαίνουμε σε τόσο υψηλά βουνά, για να βρούμε σ’ αυτά την ευτυχία, δε θα μπορούμε παρά να ματώνουμε και τα πόδια μας. Όταν προσπαθούμε τόσο πολύ και παρ’ όλα αυτά δεν καταφέρνουμε να ευτυχήσουμε, είναι αναπόφευκτο να πληγωθούμε, καθώς θα καταρριφθούν όλες οι προσδοκίες που είχαμε. Όσο μεγαλύτερη είναι, μάλιστα, η προσπάθεια που θέλουμε να κάνουμε για να γίνουμε ευτυχισμένοι, τόσο περισσότερη θα ‘ναι κι η χαρά που θα περιμένουμε απ’ το αποτέλεσμά της κι όταν δεν έρχεται τελικά, είναι ακόμη πιο βαρύ το πλήγμα και πιο στυφή η πικρία.
Έτσι, λοιπόν, επιδιδόμαστε σε δύσκολες περιπλανήσεις, προκειμένου να βρούμε το πελώριο εκείνο ύψωμα που θα κρύβει το κομμάτι χρυσού μας. Θα πηγαίνουμε απ’ το ένα τεράστιο βουνό σε έναν ακόμη πιο απρόσιτο προορισμό, μα στο τέλος θα διαπιστώνουμε πάντα πως ο θησαυρός μας ήταν, τελικά, σ’ εκείνο το μικρό λοφάκι, που τόσο καιρό είχαμε μες στα πόδια μας και, ενώ το διασχίζαμε, δεν καταδεχόμασταν να κοιτάξουμε πάνω σ’ αυτό.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη