Ένα φιλί. Χρειαζόταν μόνο ένα φιλί για γυρίσω ξανά εκεί από όπου ξεκίνησαν όλα. Ένα φιλί για να διαγράψω τον πόνο, την προδοσία και τον κόσμο που πάντα θα λέει. Αρκούσε μόνο ένα φιλί για να θυμηθώ όλα αυτά που τόσα χρόνια δεν ξέχασα ποτέ μου.
Ζήσαμε μαζί πολλά χρόνια, χρόνια ερωτευμένα, χρόνια αγαπημένα, χρόνια χωρισμένα. Αυτοί οι παιδικοί έρωτες που ξεκινάνε με αυτήν την αθώα διάθεση, σε μια ηλικία που έχεις πλήρη άγνοια κινδύνου του μεγέθους της καταστροφής που μπορεί να επιφέρουν. Τότε, εκεί, στο διπλανό θρανίο. Χρόνια ξέγνοιαστα, ανέμελα, χωρίς καθόλου δεύτερες σκέψεις. Όλα τούτα τα χρόνια μεγαλώσαμε μαζί.
Και μετά, ίσως η πιο όμορφη περίοδος στη ζωή ενός ανθρώπου, τα φοιτητικά μας χρόνια, κι αυτά ένα-ένα μαζί τα περάσαμε και γεμίσαμε τις ζωές μας με τόσες πολλές αναμνήσεις, που από εκείνη την ώρα της μεγάλης απόφασης του χωρισμού συνόδευαν και τους δυο μας μια για πάντα.
Και τότε ήρθαν εκείνα τα χρόνια που πάλι ζήσαμε μαζί αλλά χώρια, τα χωρισμένα. Κι εκείνα μαζί τα ζήσαμε, είχα πάντα συντροφιά τη σκέψη σου κι εσύ τη δικιά μου, ρωτούσαμε τους φίλους, μαθαίναμε τα νέα, αλλά δε μιλούσαμε ποτέ. Ποτέ ξανά δε μιλήσαμε. Και μια φορά που έτυχε να συναντηθούμε τυχαία, οι λέξεις δεν έβγαιναν. Σκάλωναν πίσω απ’ τα χείλη, διέταξε το μυαλό, γυρίσαμε πλάτη και δε μιλήσαμε ποτέ.
Εγώ έφευγα τότε για το μεταπτυχιακό μου στο εξωτερικό. Δε γύρισα πίσω να κοιτάξω που σ’ άφησα εκεί μόνο σου. Σε κατηγορούσα ήδη αρκετά για τη δικιά μου μοναξιά. Τα Χριστούγεννα γύρισα πίσω στο νησί να δω φίλους, συγγενείς, ίσως κι εσένα, έτσι κάπου από μακριά, να σε χαζέψω λίγο. Εσύ δε γύρισες, όμως. Είπες πως έφτιαξες τη ζωή σου κι ότι θα έμενες, γιατί δεν ήθελες να δεις κανέναν. Κι έτσι πέρασαν οι διακοπές ήρεμα κι αναίμακτα, και γύρισα πίσω. Έκανα ξανά πως είναι όλα καλά, πως δεν πενθώ καμιά απώλεια και πως αυτή μου η κακοτυχία με προστάτευσε από μια κακιά μοίρα.
Κι ήρθε το Πάσχα, και κατέβηκες εσύ στο νησί, μα εγώ προτίμησα να μη σε ξαναδώ ποτέ. Κι έτσι έμεινα στην Αγγλία, μη θέλοντας να αντιμετωπίσω την τόση σου ευτυχία. Με έψαξες, έμαθα. Μα αυτό δεν άλλαζε το γεγονός πως κάποια άλλη σε κρατούσε απ’ το χέρι και της άνοιγες την αγκαλιά σου. Κι έτσι, όταν είδες κι εσύ ότι ο δολοφόνος δε γύρισε ποτέ στον τόπο του εγκλήματος, εγκατέλειψες κι αφέθηκες να ζήσεις όλα αυτά που είπες ότι δεν έζησες μαζί μου. Κι έτσι, γύρισες ξανά πίσω στην καινούρια σου αγάπη, στην πόλη που σπούδαζες, στη μέχρι τότε κοινή μας ζωή, που πια μοιραζόσουν με κάποια άλλη.
Λίγους μήνες μετά, οι μεταπτυχιακές σπουδές ολοκληρώθηκαν κι επέστρεψα μια για πάντα στο νησί. Έξι ολόκληρα χρόνια, δε γύρισες ποτέ. Κάποια στιγμή είχα μάθει ότι είχες έρθει για λίγες μέρες να δεις τους δικούς σου, μα δεν έψαξες ποτέ κανέναν. Εμένα, τους φίλους μας, τη ζωή σου. Ζούσες στο εξωτερικό έλεγαν. «Δε θέλει να γυρίσει ποτέ πίσω» έλεγαν. «Δε μου κάνει αυτή η ζωή» είπες. Κι έλεγα «ξέχασε». Κι έλεγα «τέλειωσε». Κι έλεγα «η ζωή συνεχίζεται». Κι έξι ολόκληρα πέρασαν και δε σ’ αντίκρισα ποτέ.
Ώσπου μια νύχτα τηλεφώνησες. Έτσι ξαφνικά, απ’ το πουθενά. Κι ήταν λες και ξύπνησαν μαζί όλοι μου εφιάλτες. Κι είπες «βγες έξω». Σαν τότε που ήμασταν μικρά κι ερχόσουν να με πάρεις απ’ το σπίτι. Με περίμενες στην ίδια γωνία του δρόμου, όπως τότε.
Βγήκα, μπήκα στο αμάξι και φύγαμε. Δεν είπαμε πολλά. Τα απολύτως απαραίτητα. «Πονάω», «μου λείπεις», «σ’ αγαπάω ακόμα» και μετά ένα φιλί. Χρειαζόταν μόνο ένα φιλί για να καταλάβω ότι η ζωή δε συνεχίστηκε ποτέ. Ότι έμεινε εκεί, σταματημένη, να μας περιμένει, γιατί ήταν λες και δεν πέρασε μία μέρα.
Ένα φιλί κι όλα ξεκίνησαν πάλι απ’ την αρχή.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη