Μια γνωριμία τελείως απρόσμενη. Σε μια περίοδο που δεν ήμουν για πολλά-πολλά, σε μια περίοδο που κι εσύ ήσουν γι’ άλλα. Το πρώτο λεπτό ήταν αρκετό να διακρίνουμε τη διάχυτη στην ατμόσφαιρα χημεία μας, τόσο οι ίδιοι, όσο κι οι γύρω μας. Δε θυμάμαι να μας ενδιέφερε και πολύ, όμως, τότε. Τα κοινά μας τόσα, ώστε να επαρκούν και να μη χρειαστεί τίποτα παραπάνω για να μάθουμε ο ένας τον άλλον. Το μόνο που έμενε ήταν να πάρουμε τις αποφάσεις μας. Κανείς από τους δυο, βέβαια, δεν έκανε το πρώτο βήμα.
Δυο άνθρωποι πεπεισμένοι πως δεν πρέπει να είναι μαζί. Δυο άνθρωποι που έκαναν προσπάθεια για να απωθούνται. Και θα μου πεις εσύ, γιατί; Κι η απάντηση θα ‘ναι πάντα ο φόβος. Ο φόβος του «μαζί», ο φόβος του χωριστά, του «ποτέ» και του «για πάντα». Δειλιάσαμε τη σωστή στιγμή. Αυτήν που έπρεπε να τ’ αφήσουμε όλα πίσω μας και να προχωρήσουμε παρέα.
Από την άλλη, ίσως να ‘ναι καλύτερα έτσι. Πιστεύω πως μπορεί και να είχαμε βαλτώσει. Να βουλιάζαμε στις τότε υποχρεώσεις μας και να μην του δίναμε τον χρόνο και την προσοχή που απαιτούσε. Να δημιουργούσαμε ένα χλιαρό «μαζί» που, πίστεψέ με, θα πονούσε περισσότερο και τους δυο. Γιατί θα ξέραμε ότι μπορούσαμε πολλά περισσότερα, μα δεν προσπαθήσαμε. Γιατί, κακά τα ψέματα, αν δεν είναι κι οι συνθήκες λίγο ευνοϊκές, το μαζί δεν επιβιώνει, όσα σπασμένα κι αν κολλήσεις.
Και τώρα, μετά από τόσο καιρό, είμαστε δυο γνωστοί-άγνωστοι. Δε μιλάμε και ξέρω πως επί το πλείστον φταίω εγώ γι’ αυτό. Απομακρύνθηκα επειδή δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Έπιασα πάτο, ποτάμια τα δάκρυα κι οι άνθρωποι δίπλα μου να μιλάνε, να μιλάνε και να μην ακούω τίποτα και κανέναν. Δεν μπορούσα, αλλά ίσως και να μην ήθελα να συνειδητοποιήσω ότι το χάσαμε τόσο απλά.
Ώσπου ήρθε μια μέρα, που ο πάτος πλέον δε μου ταίριαζε. Δεν άρμοζε ούτε στον χαρακτήρα μου, ούτε στην εικόνα που έχεις για εμένα. Κι έτσι ξεκίνησα ν’ ανεβαίνω. Μικρά και δειλά βηματάκια για να φτάσω εκεί όπου με βλέπω τώρα. Να ξέρεις πως δεν ήταν εύκολο κι ακόμα προσπαθώ. Μπορεί να λείπεις μα εγώ σε νιώθω κοντά μου. Από εσένα, άλλωστε, παίρνω δύναμη. Από τη ίδια σκέψη που ξέρω ότι κάνεις κι εσύ. Το νιώθω ότι είμαι κι εγώ εκεί. Δίπλα σου, κοντά σου.
Μπορεί να μην ξέρω αν έπιασες κι εσύ πάτο όπως εγώ, μα βλέπω τα βήματά σου προς τα πάνω και νιώθω χαρούμενη μετά από πολύ καιρό. Αυτό είναι που μας κρατά μέχρι τώρα, για σκέψου. Είναι που θαυμάζουμε ο ένας τον άλλον. Κι ιδανικά θα έπρεπε να ανεβαίνουμε δίπλα-δίπλα τα σκαλοπάτια, μα ίσως έτσι να είναι πιο ασφαλή γι’ εμάς.
Και να ξέρεις ότι δε χάνεται τέτοια χημεία. Όσοι άνθρωποι κι αν περάσουν από δίπλα μας, όσο δυνατά κι αν τους ερωτευτούμε, δε θα ‘ναι ποτέ τόσο δυνατό όσο το μεταξύ μας. Γι’ αυτό μείνε δυνατός, αγάπη μου. Κοίτα να μαζέψεις όσα περισσότερα εφόδια μπορείς για το «μετά» μας. Θα έρθει σίγουρα γιατί η μοίρα μας το χρωστάει. Και γιατί αν δεν έρθει από μόνο του, θα το κάνουμε εμείς υπό τις δικές μας συνθήκες.
Ανεβαίνουμε δυο σκάλες, λοιπόν, που οδηγούν στην ίδια κορυφή. Δυο άνθρωποι που θα συναντηθούν εκεί, στην κορυφή. Θυμήσου, πως τότε εσύ είχες δώσει ημερομηνία συνάντησης 11 χρόνων. Και τώρα εγώ, εδώ, δίνω το σημείο αυτής. Γιατί δε θα μας ταίριαζε τίποτα λιγότερο από το τέλειο. Και το ξέρεις, και το ξέρω…
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα