Θυμάσαι στην τρίτη λυκείου πόση πίεση είχαμε φάει για να διαβάσουμε και να περάσουμε σε μια σχολή; Έμοιαζε λες κι όλη μας η ζωή κρεμόταν από αυτό. Διαβάζαμε και πασχίζαμε, μέναμε άυπνοι μπαίνοντας στην τελική ευθεία -ακόμα κι αν τα προηγούμενα χρόνια δεν είχαμε ανοίξει βιβλίο. Μετά κάναμε το ίδιο και στην πρώτη μας σχέση -μπορεί και σε κάθε μας σχέση. Συνεχίσαμε αυτήν την τρέλα της υπεράνθρωπης προσπάθειας και στα επαγγελματικά μας. Κάναμε τη ζωή μας έναν τεράστιο αγώνα δρόμου. Προσπάθειες κι υπερπροσπάθειες μέχρι την εξουθένωση. Μέχρι σήμερα η ίδια τρέλα.

Δεν τολμάμε να σταματήσουμε τον αγώνα. Συνεχίζουμε μέχρι να κάψουμε και τον τελευταίο μυ. Μέχρι η προσπάθεια να γίνει επίπονη. Εμμονικά κι ένοχα συνεχίζουμε κι ας έχουμε πια μπουχτίσει. Ακόμα κι αν η βόλτα καταλήγει σε ίλιγγο, δε μειώνουμε την ταχύτητα. Ακάθεκτοι πιέζουμε τους εαυτούς μας μέχρι που τους εξαντλούμε. Καλύτερα να θεωρούμαστε τελειομανείς, καλύτερα να μας τρώει το άγχος κι η πίεση. Καλύτερα σχολαστικοί κι επίμονοι παρά αυτοί που τα παρατάνε.

Τι περίεργοι που είμαστε οι άνθρωποι! Λιώνουμε τις ψυχές και το πνεύμα μας, καίμε τις σάρκες μας κομμάτι-κομμάτι στον μόχθο μιας καθημερινότητας που μας πνίγει, μα αλίμονό μας αν εγκαταλείψουμε τις προσπάθειες! Πόση ενοχή και ντροπή έχουμε εναποθέσει στην εγκατάλειψη των προσπαθειών; Πόσες ερινύες έχουμε γεννήσει και θεριέψει με αυτήν την ανόητη ιδέα;

Μένουμε σε μια σχέση βαλτωμένη μην τυχόν και μας κατηγορήσουν ότι δεν προσπαθήσαμε αρκετά. Μένουμε σε δουλειές χωρίς μέλλον ή εξέλιξη, μην τυχόν και κατηγορηθούμε ως άεργοι ή τίποτα φαντασμένοι, επειδή απλώς αναζητάμε το κάτι παραπάνω. Κρατάμε «φίλους» που κάνουμε εμείς όλη τη διαδρομή για να τους συναντήσουμε από φόβο μη μας χρεώσουν το τέλος μιας φιλίας. Δεν τα παρατάμε, όχι γιατί θέλουμε να συνεχίσουμε, αλλά γιατί φοβόμαστε να εγκαταλείψουμε. Εμμένουμε σχεδόν διαστροφικά, γιατί μας μπόλιασαν με την άποψη ότι αυτός που τα παρατάει είναι δακτυλοδεικτούμενος.

Ως πότε, όμως, θα θεωρούμε ρετσινιά και ντροπή την αυτοσυντήρησή μας; Είναι, πράγματι, τόσο κακό να θες να σταματήσεις κάτι που σε πονά ή σε φθείρει; Όχι, δεν είναι κακό να θες να πεις «φτάνει πια» και να αλλάξεις ρότα. Είναι ανθρώπινο κι είναι αποδεκτό. Πες «αρκετά» και παράτα τα, δεν πειράζει. Τράβα μια κόκκινη γραμμή και θέσε τα όριά σου. Πες «ως εδώ, τέρμα» και καρπώσου όλην την περηφάνια που έχει η επιλογή σου, γιατί αυτό θα έπρεπε να αισθάνεσαι κι όχι ντροπή.

Θέλει πυγμή και δύναμη να τα παρατήσεις. Θέλει την ίδια –αν όχι περισσότερη– ισχύ που χρειάστηκες για να ξεκινήσεις. Δεν είσαι δειλός επειδή σταματάς, δεν είσαι αποτυχημένος, δεν είσαι ο «χαμένος» της υπόθεσης -το αντίθετο. Είσαι γενναίος και δυναμικός. Είσαι εκείνος που βρήκε τα κότσια να απαλλαχθεί από ένα σισύφειο έργο, εκείνος που κατάλαβε την παγίδα και της ξέφυγε. Βασικά, όταν παρατάς κάτι με το οποίο έχεις μπουχτίσει γίνεσαι μια ολιά ψηλότερος απ’ τον μέσο άνθρωπο, γιατί υψώνεις το ανάστημά σου στην κοινωνική επιταγή. Είσαι λίγο πιο σπουδαίος απ’ ό,τι ήσουν πριν που έσκυβες το κεφάλι και κόπιαζες για κάτι ατελέσφορο.

Είναι πραγματικά όμορφο και σημαντικό να προσπαθείς για κάτι όταν αυτό το κάτι μιλάει στην ψυχή σου, όταν πιστεύεις σ’ αυτό. Ταυτόχρονα, όμως, είναι εξίσου σπουδαίο να πατάς μια παύση ή να γυρνάς σελίδα, να λες «αρκετά» και να κυνηγάς μια νέα ιδέα, ένα νέο όραμα. Είναι μια αυταπόδεικτη μορφή της ελευθερίας σου. Αυτό το «φτάνει» που θα πεις είναι το αναφαίρετο δικαίωμά σου να επιλέγεις τη ζωή σου, να διεκδικείς αυτό που θεωρείς το καλύτερο για σένα.

Κάποιες φορές οφείλεις στον εαυτό σου να τα παρατάς. Σου χρωστάς μια ζωή λίγο πιο εύκολη, λίγο πιο βατή κι ευχάριστη. Σου χρωστάς μια ζωή όπου το να εγκαταλείπεις τις προσπάθειες θα έχει την ίδια βαρύτητα με το να προσπαθείς. Σου χρωστάς ένα «αρκετά» κι ένα «δεν πειράζει», όταν μπουχτίζεις.

 

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη