Σεξ· πράξη που ξυπνάει ένστικτα κι εξαγριώνει τους ανθρώπους, μετατρέπει τη συντονισμένη καθημερινότητα σε φλεγόμενο πεδίο μάχης. Δημιουργεί πάθη κι απαιτεί την ολοκλήρωσή τους, για να μη μεταμορφωθούν σε απωθημένα. Σεξ· μία τρομαχτική, ανθρώπινη, ανάγκη με απίστευτες δυνάμεις. Πολλές φορές φτάνει μέχρι και στο έγκλημα. Σεξ· πράξη αναγκαία, πράξη μεθυστική, πράξη που ενώνει και χωρίζει, πράξη που ταλαντεύεται μεταξύ λογικής και παραλογισμού.
Μελετητές της ερωτικής έλξης έχουν υποθέσει πως ίσως αυτό που μας τραβάει σε ένα άλλο πρόσωπο, επιλέγοντάς το ανάμεσα στο πλήθος, είναι κάποιο χαρακτηριστικό το οποίο μας θυμίζει κάτι οικείο, κάτι που αγαπούσαμε. Για παράδειγμα, το χαμόγελο ενός ανθρώπου μπορεί να μας θυμίζει τον τρόπο που χαμογελούσε η μητέρα μας σε μια παλιά, ξεθωριασμένη, φωτογραφία. Ή το γαλάζιο χρώμα των ματιών κάποιου να μας θυμίζει τα κύματα της θάλασσας όταν παίζαμε παιδιά -τότε, στα χρόνια της αθωότητας. Πρόκειται για αρχείο υποσυνείδητων καταγραφών, που ανταποκρίνονται όταν συναντάμε κάποιον που μας τις θυμίζει και τις μεταφράζουμε σε έλξη.
«Έλξη» έγραψα και θυμήθηκα την ιστορία δύο εραστών. Μια παλιά ιστορία, σκονισμένη πλέον απ’ το βάρος του χρόνου, που κανείς δε χρειάστηκε να μετανιώσει. Ήταν μια ιστορία παράνομη, υποκειμενικά ανήθικη και συνεπώς απύθμενα ελκυστική. Στην πορεία προς την εξέλιξή της, έχτισε τοίχους γεμάτους ψέματα απέναντι στους άλλους. Προκάλεσε προδοσίες μεταξύ φίλων και σχέσεων, κατέρριψε ηθικούς κανόνες και δημιούργησε πολλούς οργασμούς μεταξύ των δυο εραστών. Βλέπεις, ερωτικά κλείδωναν ιδανικά. Όταν ακουμπούσε ο ένας τον άλλο τους διαπερνούσε ένα ρίγος ερεθισμού, όπως το ηλεκτρικό ρεύμα που περνάει μέσα από το σύστημα και μεταφέρει ενέργεια. Κάπως έτσι σ’ αυτούς μετέφερε την ανάγκη να βρεθούν ξανά και ξανά και ξανά.
Η απλή έλξη, στη συνέχεια μεταμορφώθηκε σε πάθος κι αποτέλεσε έναν υπέροχο, μεθυστικό, εθισμό. Ωστόσο, εκείνος ήταν η βροχή κι εκείνη η ομπρέλα. Εκείνος ήταν το μοχθηρό μαύρο και το γοητευτικό σκούρο μπλε της θάλασσας. Εκείνη ήταν το αθώο λευκό και το αισθησιακό, βλοσυρό, κόκκινο. Ανάμεσα στην τέλεια χημεία τους, έμπαινε ένα χάσμα χαρακτήρων. Τους ένωνε, όμως, η μυρωδιά του σώματος κι είχαν γίνει πια απαραίτητοι ο ένας για τον άλλο.
Εκείνος την φιλούσε όπως ακριβώς ήθελε, την χάιδευε εκεί που ερεθιζόταν, με την ταχύτητα και την πίεση που αποζητούσε το σώμα της. Εκείνη τον δάγκωνε εκεί που ήξερε πως του αρέσει, του ψιθύριζε καθώς ήταν μέσα της, και τον γρατζούναγε με τη δεξιοτεχνία που απαιτείται για να ζωγραφίσεις ένα πίνακα. Οι δυο τους ήταν το άσπρο με το μαύρο και δημιουργούσαν ένα αμφίβολο, ευάλωτο, μα έντονο, γκρι.
Ωστόσο, δεν ερωτεύτηκε ποτέ ο ένας τον άλλο. Εκείνη, κάποια στιγμή, πήγε να παραπατήσει στον δρόμο χωρίς επιστροφή, μα εκείνος την πρόλαβε και την σήκωσε. Της θύμισε πόσο απείχαν οι επιθυμίες τους, σε πόσους ανθρώπους όφειλαν μια εξήγηση, πόσους αγαπούσαν και δεν μπορούσαν να αφήσουν για ένα πάθος χωρίς μέλλον. Της θύμισε πως θα ξημέρωνε η μέρα που θα τους χώριζε βίαια η ίδια η ζωή, αγριεμένη με τη δήθεν επιπολαιότητά τους. Καθώς τον άκουγε, συνειδητοποίησε πως το χάσμα χαρακτήρων ίσως κάποια στιγμή υπερτερούσε του πάθους κι αποδεικνυόταν λάθος. Θυμήθηκε πως αγαπούσε κάποιον άλλο, που την περίμενε στο σπίτι κάθε βράδυ υπομονετικά. Θυμήθηκε πόσο πολύ είχε ανάγκη την αγάπη και τη συνοδοιπορία.
Αυτό ήταν. Το βράδυ εκείνο, αυτός είχε υπογράψει τη λήξη, εκλογικεύοντας το πάθος. Πόσο ηλίθιοι είναι μερικές φορές οι άνθρωποι, πόσο θλιβεροί, πόσο ερασιτέχνες στο παιχνίδι της ζωής. Το βράδυ εκείνο, που αυτός την σήκωσε λίγο πριν παραπατήσει, το φεγγάρι του πόθου της έσβησε μια για πάντα από μέσα της. Την επόμενη μέρα έφυγε κι εκείνος την έψαξε, μα δεν την βρήκε.
Δε μάθαμε ποτέ αν κι εκείνος πήγε να παραπατήσει, αν τα εννοούσε αυτά που έλεγε ή αν απλά φοβήθηκε το χάσμα. Βέβαια, κανείς δε μετάνιωσε την «ανήθικη» ιστορία που έγραψαν στο βιβλιαράκι της ζωής τους, όμως δε θα ‘ναι ποτέ σίγουροι αν έγραψαν σωστά το τέλος της ή αν ξέχασαν, πάνω στη βιασύνη τους, κάποια άνω τελεία.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη