Την διδαχτήκαμε βήμα-βήμα τη σύγκριση μεγαλώνοντας. Ξεκινώντας απ’ τα μαθηματικά και τα μεγαλύτερα/μικρότερα/ίσα, τη λογοτεχνία και τη σύγκριση κειμένων, την ιστορία και τη σύγκριση ιστορικών περιόδων. Το μαθαίνεις το παραμυθάκι σιγά-σιγά. Κι έπειτα είναι κι ο περίγυρος. Σε συγκρίνουν με τα αδέρφια σου, αν δεν έχεις αδέρφια, με τα ξαδέρφια σου, με τον διπλανό σου.

«Κοιτάξτε όλοι τον Γιαννάκη τι ωραία γράμματα κάνει. Να είστε όπως ο Γιαννάκης». Κι άντε μετά εσύ να μοιάσεις στον Γιαννάκη. Κι η ιστορία συνεχίζεται με ό,τι αποφασίσεις κι αν πάρεις. Άθλημα; Χορό; Παιχνίδι; Συνεχίζεται και στα άλλα, που δεν αποφασίζεις εσύ. Ύψος; Βάρος; Ντύσιμο; Κοινωνικότητα; Και γενικά συνεχίζεται απ’ τις εξετάσεις του σχολείου, μέχρι το interview για δουλειά και το αν παντρεύτηκε ο γιος του τάδε και πόσα παιδιά έχει.

Την μισήσαμε μεν μυηθήκαμε καλά σε αυτή δε. Έγινε από ‘κείνες τις στυγνές αλήθειες της πραγματικότητας. Παντού και πάντα θα υποβληθούμε και θα προβούμε σε σύγκριση. Θέμα χρόνου ήταν επομένως, κάπως, κάποτε, να διεισδύσει και στον έρωτα. Και βαλθήκαμε κι εμείς με τη σειρά μας να συγκρίνουμε ανθρώπους και καταστάσεις, συμπεριφορές κι αντιδράσεις. Με μια ανεξήγητα μανία συνηθίσαμε να συγκρίνουμε σχέσεις. Κι όχι μόνο σφάλουμε, μα διαπράττουμε αδίκημα. Αδίκημα κατά της φύσης, αδίκημα κατά του ανθρώπου, αδίκημα κατά του έρωτα.

Γεννιόμαστε όλοι μοναδικά ξεχωριστοί. Κλισέ μεν, σοβαρή αλήθεια που συχνά ξεχνούμε δε. Καθένας με τα προτερήματα και με τα μειονεκτήματά του. Με τα «θέλω» και τα όνειρά του. Τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις του. Τα δικά του βιώματα, τα δικά του λάθη, τα δικά του πάθη. Η σχέση είναι ο συνδυασμός δύο μοναδικά ξεχωριστών ανθρώπων. Άρα μπορούμε να πούμε ότι είναι μοναδικά ξεχωριστή στο τετράγωνο.

Είναι παράλογο, λοιπόν, να περιμένουμε όλες ή κάποιες σχέσεις να κυμαίνονται σε ίδια ή παρόμοια πλαίσια. Κάθε συνδυασμός ατόμων δημιουργεί έναν καινούργιο δικό του ορισμό για το τι εστί σχέση. Για τα όρια και τις ελευθερίες της. Δεν υπάρχουν πρότυπα, δεν υπάρχουν σωστά και λάθος. Να μην παρερμηνεύομαι όμως, η σχέση εξυπηρετεί δύο. Και διαμορφώνεται απ’ τους δύο αυτούς, με τρόπο πάντα που να ευχαριστεί και να εξυπηρετεί και τους δύο. Αν ο ένας βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, τότε πρέπει να συζητήσουμε τον ορισμό της κι όχι τους όρους της.

Πώς να ‘μαστε σε θέση να συγκρίνουμε ανόμοια πράγματα. Είτε αυτό συμπεριλαμβάνει τη σύγκριση με σχέσεις άλλων ή τη σύγκριση με προηγούμενες σχέσεις μας. Κάθε άνθρωπος μας βγάζει ένα διαφορετικό εαυτό, οπότε δεν μπορούμε να έχουμε την απαίτηση απ’ τους εαυτούς μας να δρουν το ίδιο σε διαφορετικά άτομα και καταστάσεις.

Με το να συγκρίνουμε, απλά σκοτώνουμε την εξέλιξη. Το προκαθορίζουμε ως κάτι που ‘χουμε στο μυαλό μας και περιμένουμε να βγει έτσι. Είναι άδικο και για τον νυν και για τον πρώην. Στερεί του πρώτου το δικαίωμα να δημιουργήσει τις δικές του εντυπώσεις κι αναιρεί στον δεύτερο τη μοναδικότητα όλων όσων έχει κάνει.

Η ανάγκη μας για σύγκριση προκύπτει απ’ τη δική μας ανασφάλεια να χειριστούμε αυτό που έχουμε. Θα μπορούσαμε απλά να το αφήσουμε να κυλήσει. Να πάρει τη δική του μορφή. Και να δούμε αν μας αρέσει ή όχι. Να προσαρμοστούμε στην κάθε περίσταση αναλόγως και να μην ψάχνουμε για ταύτιση δεξιά κι αριστερά. Είναι αυτό που είναι, όπως είναι και πρέπει να το αποδεχτούμε. Να μην το πολύ αναλύουμε.

Είναι καλή η διαφορετικότητα. Φανταστείτε να ήταν όλες οι σχέσεις το ίδιο. Εκτός από μονότονες θα ήταν και καταδικασμένες να αποτύχουν. Η μοναδικότητά τους τις χρωματίζει, τους δίνει ουσία. Όπως και τους ίδιους τους ανθρώπους. Κάθε περίπτωση θέλει τους δικούς της χειρισμούς, ρυθμούς κι ισορροπίες.  Κι είναι δική μας δουλειά κάθε φορά να τα ανακαλύπτουμε.

Στην τελική, αυτό δίνει και στο παιχνίδι νόημα.

 

Συντάκτης: Μαρίνα Πολυκάρπου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη