Έχουν γραφτεί πολλές σελίδες, ακόμα και τραγούδια, για τις σχέσεις εξ αποστάσεως. Υπάρχει η άποψη που λέει κατηγορηματικά: «Όχι, δε γίνεται να ‘στε μαζί αλλά και χώρια. Σχέση θα πει καθημερινή επαφή». Είναι κι εκείνοι που νιώθουν πιο άνετοι όταν το ταίρι τους είναι μακριά, γιατί έχουν μια ψευδαίσθηση ελευθερίας. Είναι, τέλος, κι εκείνοι που αναγκάζονται να μπουν σ’ αυτή τη διαδικασία για ένα διάστημα. Κάνουν υπομονή κι επιμένουν να διατηρούν τη σχέση τους μέσα από τηλέφωνα, μηνύματα και βιντεοκλήσεις μέχρι να ξαναβρεθούν. Πάλι καλά, η τεχνολογία μας έχει βοηθήσει πολύ σ’ αυτό το κομμάτι.
Όταν είμαστε, λοιπόν, μακριά απ’ το ταίρι μας και μας χωρίζουν μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα, προσπαθούμε να βλεπόμαστε όσο συχνότερα γίνεται. Πηγαίνουμε, έρχεται, βρισκόμαστε κάπου στη μέση· ανάλογα τι βολεύει κάθε φορά με τις δουλειές, τις σπουδές ή τα χρήματα. Όταν βρισκόμαστε, αυτό που προσπαθούμε είναι να χαρούμε ο ένας τον άλλον όσο περισσότερο γίνεται. Να γεμίσουμε όμορφες στιγμές, εικόνες, φωτογραφίες κι αστεία βιντεάκια που θα μας κρατάνε συντροφιά, όταν ο άλλος θα ‘ναι πάλι μακριά μας. Θέλουμε να εξερευνήσουμε μαζί καινούρια μέρη ή να δούμε μια ταινία αγκαλιά στον καναπέ. Να κάνουμε έρωτα και να κοιμηθούμε μαζί.
Τι κι αν μαλώσαμε εκείνη τη μέρα που βγήκε και δε μιλήσαμε για καληνύχτα; Τι κι αν διαφωνήσαμε επειδή θέλαμε να κάνουμε διαφορετικά πράγματα το σαββατοκύριακο που πέρασε; Όταν βρισκόμαστε, μετά από καιρό, όλα αυτά μπαίνουν στην άκρη και μας νοιάζει μόνο να ‘μαστε μαζί και να ‘μαστε καλά, να μη σπαταλάμε τις στιγμές μας με μούτρα και χαζούς καβγάδες, αλλά να τις απολαμβάνουμε, γιατί δεν είναι δεδομένες.
Και μετά έρχεται εκείνη η μέρα. Η μέρα που η απόσταση εκμηδενίζεται, κυριολεκτικά. Επιστρέφει μόνιμα ή πάμε εμείς ή αποφασίζουμε να μετακομίσουμε κι οι δύο σε μία τρίτη, διαφορετική, πόλη και να αρχίσουμε εκεί την κοινή μας ζωή. Μια νέα καθημερινότητα γεμάτη ρουτίνα. Αυτές οι δύο λέξεις, άλλωστε, είναι πραγματικά συγγενικές.
Στην αρχή είναι όλα ιδανικά. Δεν έχει σημασία αν θα μείνουμε σε ένα ή δύο σπίτια, σημασία έχει πως, μάλλον, δεν περνάει εικοσιτετράωρο χωρίς να ιδωθούμε. Κι εκεί που βρισκόμασταν ανά δύο εβδομάδες (στην καλύτερη), μπορούμε πια να βλεπόμαστε κάθε μέρα. Αν θέλουμε να δούμε τον άλλον για πέντε λεπτά και σε πέντε λεπτά, μπορούμε να το κάνουμε. Τέλειο, έτσι;
Μετά από λίγο καιρό, όμως, όλα αυτά που αφήναμε πριν στην άκρη λόγω της απόστασης, όλα αυτά που κρύβαμε κάτι απ’ τη μοκέτα, έχουν γίνει λόφος κι αφού περπατάμε κάθε μέρα στον ίδιο χώρο, κάποτε σκουντουφλάμε πάνω τους και βγαίνουν στην επιφάνεια. Μπορεί να γυρνάμε με νεύρα απ’ τη δουλειά και να ‘χουμε διαφορετικές συνήθειες όταν φτάνουμε σπίτι. Ο ένας να θέλει να τρώει και να κοιμάται κι ο άλλος να φεύγει για γυμναστήριο και βόλτες. Είχαμε μάθει να χειριζόμαστε τη μέρα χωρίς να υπολογίζουμε την παρουσία του άλλου και τώρα απλά θέλουμε να τον παρασύρουμε κι εκείνον στο πρόγραμμά μας. Έτσι σκέφτονται, όμως, κι οι δύο μεριές. Και κάπου εκεί αρχίζουν οι συγκρούσεις κι οι διαφωνίες.
Το κλειδί είναι να μάθουμε κι οι δύο πως έτσι δε δουλεύει το πράγμα. Να καταλάβουμε πως τώρα πρέπει να κάνουμε χώρο στην καθημερινότητά μας για τον άνθρωπό μας, χωρίς να τον υποχρεώνουμε να ακολουθεί τη δική μας ρουτίνα και διάθεση. Άλλωστε, έγινε αυτό που θέλαμε∙ βρεθήκαμε οι δυο μας στην ίδια πόλη. Δεν είναι λίγο κρίμα να το χαλάσουμε γιατί συνηθίσαμε διαφορετικά;
Είναι λογικό η αδιάκοπη παρουσία του ανθρώπου μας στη μέρα μας σε live χρόνο, κι όχι μόνο μέσω ενός κινητού, να αλλάζει κάπως τις ισορροπίες μας. Η δύναμη της συνήθειας είναι πολύ μεγάλη, το θέμα είναι να την ξεπεράσουμε και να συνηθίσουμε μαζί τις καινούριες –καλύτερες– συνθήκες.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη