Από μικρό παιδί θυμάμαι ανυπομονούσα να έρθουν τα Χριστούγεννα. Κυρίως για τα δώρα του Άγιου Βασίλη, αλλά και για τα κάλαντα. Να βγω και να τα πω ρε παιδί μου, γιατί τα κάλαντα για μένα ήταν κάτι σαν ιεροτελεστία. Θυμάμαι βγαίναμε στους δρόμους απ’ το άγριο ξημέρωμα για να τα πούμε και κάθε νοικοκύρης να μας δώσει τον οβολό του, -άσχετα, που μπορεί να σπουδάσαμε μουσική, αλλά κάπου το χάσαμε στη φωνή, γιατί παρ’ όλο που πατούσαμε στις νότες, θέλει και λίγο χρώμα το τραγούδι ρε παιδί μου.
Πολλοί από εμάς, γινόμασταν μπουλούκια που τελικά καταλήγαμε να μοιραζόμαστε το χαρτζιλίκι απ’ τα κάλαντα στο τέλος της ημέρας, όλοι μαζί. Πιάναμε όλες τις γειτονιές του κάμπου. Πότε βγαίναμε και λέγαμε τα κανονικά κάλαντα- ξέρετε αυτά που όλοι λίγο-πολύ γνωρίζετε και πότε τα Μωραΐτικα, έτσι για να θυμόμαστε και λίγο τις ρίζες μας.
Τα Μωραΐτικα είναι διαφορετικά απ’ τα υπόλοιπα κάλαντα. Κρύβουν μια μικρή ιστορία που πάνω του φέρνει όλον τον Μωριά που εκτείνεται περήφανος καλύπτοντας την Πελοπόννησο. Έχουν ιδιαίτερο χρώμα και τραγουδιούνται με ψυχή, γι’ αυτό συγχωρήστε μου όλα τα φάλτσα του κόσμου που θ’ ακούσετε στο απόσπασμα του ακαπέλα.
Να τα πούμε;
Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου
για βγάτε, διέτε, μάθετε πως ο Χριστός γεννάται.
Γεννάται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα,
το μέλι τρών’ οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
κ το μελισσοβότανο να νίβονται οι κυράδες.
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά γαϊτανοφρύδα,
κυρά μ’ όταν στολίζεσαι να πας στην εκκλησιά σου
βάζεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αγκάλη
και τον καθάριο αυγερινό τον βάζεις δαχτυλίδι.
Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε,
παρά σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε.
Δώστε μας και τον κόκορα, δώστε μας και την κότα,
δώστε μας και πέντ’ έξι αυγά να πάμε σ’ άλλη πόρτα.