Θυμάμαι ήμουν στις πρώτες τάξεις του δημοτικού κι η αδερφή μου -που με περνάει δώδεκα χρόνια- τελείωνε το λύκειο, οπότε λογικά αντιμετώπιζε για πρώτη φορά τον έρωτα και τις απογοητεύσεις του. Δεν το ήξερα τότε, αφού λόγω διαφοράς ηλικίας δεν τα συζητούσαμε, μπορούσα όμως να καταλάβω πότε κάτι δεν πάει καλά από τη μουσική που άκουγε. Άλλωστε μοιραζόμασταν το ίδιο δωμάτιο.
Και κάπως έτσι άθελά της -κι ευτυχώς- με μύησε στ’ ακούσματα του Αντώνη Βαρδή. Τα τραγούδια του γεμάτα πάθος, έρωτα, πόνο, θλίψη και καψούρα. Οι στίχοι του γεμάτοι συναισθήματα, γραμμένοι από καρδιάς και με τη συνοδεία της υπέροχης κιθάρας του. «Δε θα με ξεχάσεις» κι «Είσαι το τσιγάρο που κρατώ» είναι από τα πιο γνωστά τραγούδια του, τα οποία σχεδόν πάντα μας συνοδεύουν σ’ έναν χωρισμό.
Κι όμως για σήμερα επέλεξα ένα σχετικά λιγότερο γνωστό τραγούδι του. Ένα τραγούδι που ταιριάζει γάντι στην εποχή. Μια εποχή όπου οι περισσότεροι άνθρωποι είναι το ακριβώς αντίθετο απ’ όσα εκφράζει ο Αντώνης Βαρδής με τα τραγούδια του. Άνθρωποι με συναισθήματα μεν, αλλά φοβισμένοι, μουδιασμένοι και κουρασμένοι. Άνθρωποι που κρύβουν καλά όσα νιώθουν για να μη φανούν αδύναμοι, όπως άλλωστε προστάζουν οι καιροί. Κλεισμένοι οι περισσότεροι στον μικρόκοσμό τους όπου τίποτα και κανένας δε χωράει εκεί.
Δεν ξέρω εσείς σε ποια κατηγορία ανήκετε, αλλά εγώ προσωπικά βαρέθηκα. «Βαρέθηκα τον άψυχο τον έρωτα», «Βαρέθηκα να χάνω το παρόν που αυτό με καίει» και «Βαρέθηκα να γράφω διευθύνσεις κι ονόματα ανθρώπων που μου γύρισαν τις πλάτες».
Τραγούδι: Βαρέθηκα (1990)
Μουσική: Αντώνης Βαρδής
Στίχοι: Αντώνης Ανδρικάκης
Ερμηνεία: Αντώνης Βαρδής
Βαρέθηκα να ζω με ενδεχόμενα
συγκρίσεις, προηγούμενα κι επόμενα.
Να χάνω το παρόν που αυτό με καίει
και ύστερα να ψάχνω τι μου φταίει.
Βαρέθηκα να βλέπω τα συμπτώματα
να γράφω διευθύνσεις και ονόματα
ανθρώπων που μου γύρισαν τις πλάτες.
Βαρέθηκα εμπόρους και πελάτες.
Να κάνουνε στον χρόνο μου κατάληψη
να ζω το ίδιο έργο σ’ επανάληψη.
Οθόνες να κοιτάω κι αριθμούς
να κάνω μια ζωή συμβιβασμούς.
Βαρέθηκα τον άψυχο τον έρωτα
τα βράδια με τους φίλους τα ξενέρωτα.
Βαρέθηκα τους στίχους, τα συνθήματα
τα λόγια και τα εύκολα αισθήματα.
Βαρέθηκα να κρίνω τα φαινόμενα
να είμαι μόνο για παραλειπόμενα.
Προβλέψεις ισχυρών να δικαιώνω
να βλέπω των ονείρων μου τον φόνο.
Με ρίξαν στου αιώνα τα απόβλητα
και έχασα τα λίγα τα απόλυτα.
Σ’ αυτό που λεν αυτοί πολιτισμό
εγώ βαράω το συναγερμό.