Αξέχαστο συναίσθημα αυτό της σκανδαλιάς, αυτό του «έκανα κάτι που κανονικά δε θα ‘πρεπε», αλλά μέσα σου νιώθεις μια ικανοποίηση και χαμογελάς λίγο πριν σου βάλουν τις φωνές. Θυμίζει όλα εκείνα τα «μη» των γονιών που όλοι κάποιες φορές παρακούσαμε. «Να ‘σαι καλό παιδί!», μας έλεγαν, «μην κάνεις σκανδαλιές». Λες και τα παιδιά χωρίζονται σε κακά και καλά, λες κι αν κάνουν κάποια «αταξία» θα γίνουν κακά παιδιά. Τα παιδιά είναι παιδιά κι οι προσδιορισμοί σ’ αυτές τις περιπτώσεις άχρηστοι και περιττοί.
Και τα παιδιά μεγάλωσαν και γίνανε μεγάλοι, αυτό που τόσο λαχταρούσαν να συμβεί. Μα γύρω τους, οι άλλοι, συνέχιζαν ακόμη να τους χαρακτηρίζουν καλούς και κακούς, λες κι ήξεραν τι κουβαλούσαν μέσα τους. Μια αιώνια πάλη μεταξύ καλού και κακού τους γοήτευε ήδη απ’ τα παραμύθια που τους διάβαζαν. Κάθε κακός λύκος γεννάει πάντα έναν καλό κυνηγό που θα σώσει την κοκκινοσκουφίτσα. Σωστά;
Αν δε γνωρίσεις τον έναν τότε δεν μπορείς να γνωρίσεις τον άλλο. Συνεπώς αν δεν υπήρχε κάτι τόσο καλό δε θα υπήρχε και κάτι τόσο κακό. Δυο έννοιες τόσο αντίθετες μεταξύ τους, μα απόλυτα συνυφασμένες, απροσδιόριστες και κάπως υποκειμενικές.
Τι κι αν κάποιοι εξακολουθούν να κατηγοριοποιούν τους ανθρώπους, η δική μου οπτική λέει ότι δεν είμαστε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είμαστε λίγο κι απ’ τα δυο. Ακόμα κι αν αυτό δεν είναι πάντα ορατό στους άλλους. Σε καθετί καλό μας παραμονεύει δίπλα του και κάτι κακό κι αντιστρόφως. Δυο λέξεις τόσο απροσδιόριστες και τόσο σχετικές. Σαν τα νομίσματα, έτσι μοιάζουν τα παιδιά αυτά που μεγάλωσαν, έχουν δυο πλευρές. Έγιναν άνθρωποι με ανησυχίες, πάθη κι αμφιβολίες. Δεν αποδέχονται εύκολα πια ό,τι μικροί πίστευαν για καλό.
Οι άνθρωποι απ’ τη φύση μας τείνουμε στο να βαφτίζουμε διάφορα πράγματα κατά καιρούς «καλά» ή «κακά». Το πρόβλημα, όμως, είναι τι εννοεί και τι πιστεύει ο καθένας μας για το πώς είναι το κακό και το καλό. Μέσα στο εσωτερικό αυτό χάος μας, μέσα στα πιο απόκρυφά μας ένστικτα, στις πιο μεγάλες φοβίες μας, στους πιο τρελούς μας πόθους μας, κρύβεται η αλήθεια, η αλήθεια του καθενός μας.
Μέσα στην ψυχή, στις απόκρυφες σκέψεις και στα πιο ενοχικές επιθυμίες μας βρίσκεται ένα κομμάτι δικό μας. Ένα μέρος του εαυτού μας που αν του δώσουμε μια κάποια σημασία θα μάθουμε πάρα πολλά για το είναι μας. Το θέμα είναι να έχουμε και την ψυχική δύναμη όπως και τον απαιτούμενο ρεαλισμό για να ελέγξουμε αυτό το κομμάτι. Ένα κομμάτι του εαυτού μας που είναι λογικό να υπάρχει μέσα μας, όπως υπάρχει και παντού μέσα στο σύμπαν αν θυμηθούμε τον συμβολισμό του γινγκ γιανγκ.
Μονάχα τότε, αν δηλαδή γνωρίσουμε τον άλλο εαυτό μας, –που δε σημαίνει αναγκαστικά ότι είναι και κακός–, μόνο τότε και στο μέτρο που μπορούμε, θα ήταν δυνατόν να γίνουμε ευτυχέστεροι άνθρωποι. Όμως ο βαθμός επικινδυνότητας για ένα τέτοιο εγχείρημα είναι υψηλός καθώς δεν μπορούμε όλοι ο άνθρωποι να ισορροπήσουμε κάπου ανάμεσα στο αποκαλούμενο καλό και κακό.
Καταπιέζοντας, όμως, τις αδυναμίες μας κι υποκρινόμενοι ότι δεν υπάρχουν, το μόνο που καταφέρνουμε είναι μια μέρα να εμφανιστούν από εκεί που δε τις περιμένουμε και να γεμίσουν αταξία την όποια τάξη επικρατεί στη ζωή μας. Τα πράγματα τότε θα είναι τελείως ανεξέλεγκτα, γι’ αυτό δεν πρέπει να ξεχωρίζουμε την άλλη μεριά μας ως κάτι το κακό αλλά σαν κάτι το αναγκαίο. Χωρίς το ένα δεν υπάρχει το άλλο, χωρίς το ένα δεν μπορεί να ξεχωρίσει το άλλο.
Στη ζωή δεν είναι όλα άσπρο ή μαύρο, κάπου στα ενδιάμεσα υπάρχει και το γκρι. Μια τραμπάλα με δύο αντίθετα στις άκριες που προσπαθούμε να ισορροπήσουμε για να μη φάμε τα μούτρα μας. Ένας καφές με ολίγη, σαν να λέμε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη