Οι άνθρωποι δεν είναι κράτηση σε κάποιο μπαράκι. Να σου κοτσάρουν το καρτελάκι “reserved” και να ‘σαι σίγουρος πως δε θα στο πάρουν. Που αν το σκεφτείς, ακόμα κι εκεί, αν αργήσεις λίγο παραπάνω, θα βρεθεί άλλος να στο πάρει κι εσύ θα μείνεις με το μπουκάλι αγκαλιά. Όπως ακριβώς με τους και ανθρώπους σου, δηλαδή, που αφού τους αφήσεις να φύγουν, τους ψάχνεις σε κάτι μισοάδεια μπουκάλα με αλκοόλ.
Δεν είναι ούτε κι ιδιοκτησία σου, να βάζεις κλειδαριές, σύρτες και συναγερμούς και να ‘σαι σίγουρος πως είναι ασφαλείς και κανένας επιτήδειος δε θα στους πλησιάσει. Η μόνη ασφάλεια που ζητούν είναι η συναισθηματική κι αν δεν μπορείς να τους την προσφέρεις, σπάνε αλυσίδες και φεύγουν μακριά και δε χρειάζονται κανέναν άλλον να τους απελευθερώσει.
Αν θέλετε να μας έχετε, να μας αξίζετε. Αν δε θέλετε να μας χάνετε, να μας κρατάτε, να μας διεκδικείτε, να προσπαθείτε. Αν μας αγαπάτε, να μας το λέτε μα πάνω απ’ όλα να μας το δείχνετε. Να μη μας γεμίζετε ανασφάλειες κι ερωτηματικά. Τόσο απλά.
Δε χορταίνουν οι σχέσεις με αμφιβολίες και δήθεν μυστήρια. Ίσα-ίσα μένουν νηστικές και λίγο καιρό μετά φεύγουν μακριά μήπως βρουν κάτι άλλο να ξεγελάσει την πείνα τους ή ακόμα χειρότερα, μένουν για πάντα με άδεια στομάχια και καρδιές, νηστικοί και φοβισμένοι.
Τους χάνετε ακριβώς τη στιγμή που τους θεωρείτε δεδομένους και τους θεωρείτε δεδομένους γιατί ποτέ πριν δεν πιστέψατε πως θα μπορούσατε να τους χάσετε. Κι όμως όλα στη ζωή είναι προσωρινά κι όλα κρίνονται απ’ την ένταση της επιθυμίας∙ λαχτάρα να αγαπήσεις, να δώσεις,να προσπαθήσεις, να κρατήσεις.
Δεδομένη δεν είναι ούτε καν η ίδια μας η ύπαρξη κι όμως τολμάς να μετράς τους ανθρώπους ως σιγουράκια σου, να τους υπολογίζεις ως περιουσία σου τη στιγμή που δεν ξοδεύεις τίποτα γι’ αυτούς, να τους βάζεις σε σακιά και να γεμίζεις τα κενά σου κολλώντας τους με θράσος κτητικές αντωνυμίες.
Τους βαφτίζεις «δικούς σου» και θαρρείς πως σου ανήκουν, γιατί κάποτε έτυχε να σ’ αγαπήσουν. Κι είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι που αγαπάνε δύσκολα φεύγουν μα είναι επίσης αλήθεια πως οι άνθρωποι που ξέρουν να αγαπούν, ξέρουν και να μετράνε, πράξεις, προθέσεις και παρουσίες. Κι αυτή η τόσο αθώα λέξη «ανιδιοτέλεια» χτυπάει κάπως εκνευριστικά κουτοπόνηρη στα αυτιά τους όταν τους κάνει να νιώθουν μαλάκες στην τόσο μονόπλευρη εκδοχή της.
Οι άνθρωποι μένουν, ναι, αρκεί να υπάρχει κάτι να τους κρατήσει, κάποιος λόγος, κάποιος άνθρωπος, κάποιο συναίσθημα. Μένουν αν τους πείσεις πως αξίζει, αν παίρνουν αγάπη -έστω και λιγότερη από όση δίνουν, αν βρουν ένα ελάχιστο αντίκρισμα. Μένουν ακόμα κι αν πονέσουν, αν ξέρουν πως αν φύγουν θα πονέσουν πιο πολύ και πως η απέναντι πλευρά δε θα μείνει ασυγκίνητη στη φυγή τους. Μένουν όταν κάποιος τους έχει ανάγκη γιατί τους αγαπάει κι όχι αν τους αγαπάει απλώς γιατί τους έχει ανάγκη.
Μένουν αν έχουν ακόμα πράγματα να δώσουν, αν δε χόρτασαν αυτά που πήραν, αν πιστεύουν πως δεν έχουν πουθενά καλύτερα να πάνε γιατί αυτό το «εδώ» είναι το μόνο μέρος στο χάρτη που τους κάνει να χαμογελούν. Μένουν γιατί δε θέλουν να ψάξουν γι’ άλλο συνοδοιπόρο, γιατί βρήκαν προορισμό κι ονόμασαν «σπίτι» ένα ζευγάρι μάτια κι ένα χαμόγελο.
Μένουν κι αντέχουν και στα δύσκολα γιατί ξέρουν πως δεν είναι μόνοι. Γιατί έχουν ένα χέρι να πιαστούν και μια αγκαλιά για να τρυπώνουν τις δύσκολες μέρες. Γιατί έχουν κάποιον να ακούει τις φωνές τους χωρίς να τρομάζει, γιατί σπάσανε τη μάσκα τους και σκίσανε το προστατευτικό τους πλέγμα, γιατί μπορούν μπροστά τους να στέκονται γυμνοί σε σάρκα και ψυχή χωρίς να νιώθουν απροστάτευτοι.
Φεύγουν, όμως, όταν νιώσουν μόνοι, όταν η παρουσία δίπλα τους μοιάζει μάλλον διακοσμητική, όταν τα συναισθήματα γίνονται μισά και χλιαρά κι όταν ο έρωτας μοιάζει πια με ουτοπία.
Φτιάχνουν βαλίτσες κι αποχωρούν όταν νιώσουν πως περισσεύουν, όταν συνειδητοποιούν πως μπέρδεψαν την υποχώρηση με το συμβιβασμό, όταν κοντεύουν να χάσουν τον εαυτό τους. Όταν οι άλλοι κάπου στην πορεία άλλαξαν το «αγαπώ» με το «πληγώνω». Την κάνουν όταν τους πνίγει το παράπονο σε ενικό αριθμό κι όταν τους είναι πιο εύκολο να θυμηθούν πότε έκλαψαν παρά πότε γέλασαν τελευταία φορά.
Φεύγουν όταν κουράζονται να προσπαθούν, όταν τα έδωσαν όλα και κόντεψαν να ξεμείνουν από όνειρα κι ελπίδα κι εσείς τους χάνετε γιατί απλώς δεν τους αξίζατε. Κι έστω κι αργά το κατάλαβαν, πάντα το καταλαβαίνουν και χάνονται οριστικά όταν κανείς δεν τους περιμένει στην πόρτα να τους φωνάξει «Μείνε!».