«Μπορείς να καταφέρεις τα πάντα, αρκεί να το θελήσεις», «Αν σ’ αγαπήσεις πολύ, θα το κάνουν κι όλοι οι άλλοι», «Δεν υπάρχει “δεν μπορώ”, υπάρχει μόνο “δε θέλω”»∙ και κάπως έτσι, με νουθεσίες και προτροπές (μα φυσικά για το καλό μας) χτίσαμε γενιές ανθρώπων που υποτίθεται πως θα ‘πρεπε να νοιάζονται μόνο για το τομαράκι τους, που πίστεψαν πως όντως εκείνοι είναι παντοδύναμοι κι έτσι έκαναν την αγάπη καταναγκαστικό έργο, πρόσχημα κι υποχρέωση, μόνο απέναντι στον εαυτό τους.
Κι αφού όλοι μας μίλησαν για προσωπική αγάπη, αλλά σχεδόν κανείς για αυτοσεβασμό κι αυτοεκτίμηση, έτσι κι εμείς μάθαμε να μας αγαπάμε -ή αυτό νομίζουμε τουλάχιστον πως κάνουμε. Και τα καταφέραμε καλά στεκούμενοι στην επιφάνεια αυτού του στόχου μας. Την αγαπάμε –θαρρούμε– την αφεντιά μας κι ακόμα κι όταν την πληγώνουμε είναι για να μην της χαλάσουμε χατίρι –μας πείθουμε–, για να μην της πούμε «όχι», για να περάσει το δικό της, κι ας είναι στην τελική για κακό δικό μας.
Ο εγωισμός μας οδηγεί και μας καθορίζει κι εμείς τον φωνάζουμε χαϊδευτικά «αξιοπρέπεια» για να ξεμπερδεύουμε από ενοχλητικές ετικέτες. Κι ύστερα, όταν πέσουμε στους λάκκους που μόνοι μας ανοίξαμε από ένα γινάτι μας ή μια λάθος εκτίμηση, σπεύδουμε να κατηγορήσουμε τους άλλους, να πούμε πως εκείνοι μας έβαλαν τρικλοποδιά και να προβάλλουμε για πειστήριο τη δήθεν άγνοια κι αθωότητά μας.
Ένα βλέμμα κουταβίσιο και μια προσποιητή αντιληπτική ανικανότητα, μια ύπουλη πονηράδα των άλλων που μας εξαπάτησαν αντί να μας εκτιμήσουν, οτιδήποτε –ακόμα κι αν μας προσβάλλει– αρκεί να αποποιηθούμε κάθε ευθύνη που μας αναλογεί. Για επιπλέον ντοκουμέντα τρέχουμε να ξεκρεμάσουμε απ’ τον τοίχο μας το πιστοποιητικό του «θύματος», επικυρωμένο και με σφραγίδα από παλιές πληγές –ή απλώς κι άλλες ξεροκεφαλιές μας– που όλως παραδόξως σαν να μας ανακουφίζει πού και πού απ’ την υπαιτιότητά μας.
Στην πραγματικότητα, δεν είμαστε τόσο αθώοι, ξέραμε τα πάντα για το έγκλημα, αφού εμείς το σχεδιάσαμε ή έστω εμείς προσεγγίσαμε το δολοφόνο. Κι όχι, δεν έχουμε απαραίτητα τάσεις αυτοκαταστροφής, ούτε θέλαμε να το φάμε το καλοχτενισμένο μας κεφαλάκι, απλώς περιμέναμε κι ελπίζαμε τα πράγματα να ‘ρθουν αλλιώς. Κλείναμε μάτια κι αφτιά και μας απαγορεύαμε να σκεφτούμε τι θα γινόταν αν πέφταμε έξω, αν οι πιθανότητες δεν ήταν υπέρ μας, αν ο σκηνοθέτης δε φύλαγε τις πιο φωτογενείς σκηνές για μας.
«Εμείς είμαστε καλύτεροι, εξυπνότεροι, θα τα καταφέρουμε. Την αξίζουμε εκείνη την ευτυχία που κάποτε ίσως και φευγαλέα να αγγίξαμε, αλλά να την προσπεράσαμε συνειδητά για κάποια πιο γκλαμουράτη. Κι αφού την αξίζουμε, θα τη συναντήσουμε. Όχι εκεί που η ίδια συχνάζει. Σιγά μη λοξοδρομήσουμε και μπλέξουμε στην κίνηση για χάρη της. Θα ‘ρθει εκείνη να μας βρει -κι ας την περιμένουμε στο πιο λάθος μέρος». Κάπως έτσι, αφελώς κι επικινδύνως εγωιστικά, μας καθησυχάζαμε.
Με την ίδια κακομαθημένη κι υπεροπτική λογική, κι όλη την ειρωνεία που χωρά εκείνο το αυτομαστίγωμα που λογαριάζουμε για χάδι, μας στριμώχνουμε και μας πιέζουμε. Απαιτούμε πολλά από μας –υπερβολικά πολλά, υπερβολικά δύσκολα– και δε μας επιτρέπουμε να εγκαταλείψουμε τον αγώνα, ούτε καν μια στάση για νερό, ακόμα κι αν τα γόνατά μας δε μας κρατάνε πια, ακόμα κι αν δε μας περιμένει κανείς στη γραμμή του τερματισμού, ούτε καν μια τιμητική πλακέτα.
Μας εξαντλούμε από εγωκεντρισμό κι ισχυρογνωμοσύνη. Μας βάζουμε σε λάθος ρόλους κι ακατάλληλες σχέσεις κι ύστερα δε μας επιτρέπουμε να κάνουμε βήμα πίσω -θα χαρακτηριστεί δειλία, τι ντροπή σε μια εποχή θαρραλέων! Μόνο μπροστά λοιπόν κι ας πηγαίνουμε κατευθείαν προς τον γκρεμό, με μάτια ορθάνοιχτα που όμως βλέπουν μονάχα αυτό που θα ‘θελαν να δουν.
Θα μείνουμε μέχρι να μας διώξουν, μέχρι να πέσουμε, γιατί τάχα δεν είχαμε άλλη επιλογή, ή ιδανικότερα μέχρι να μας ρίξουν οι άλλοι. Έτσι θα ‘μαστε και πάλι τα θύματα, τα καλά παιδιά, οι αθώοι, εκείνοι που όλοι θα θελήσουν να παρηγορήσουν, εκείνοι που κανείς δε θα δείξει με το δάχτυλο, κανείς δε θα τολμήσει να κατηγορήσει.
Ας φάμε τα μούτρα μας, λοιπόν, ας γδαρθούμε κι ας τσαλαπατηθούμε, αρκεί να ‘χουμε μετά δυο γρατσουνιές σε εμφανή σημεία για ελαφρυντικά. Θα τις φωτίσουμε με νέον προβολείς, θα τις κάνουμε παράσημα κι αποδεικτικά αθωότητας, θα τις διαφημίσουμε για τον ηρωισμό μας κι εκείνες ίσως γίνουν αργότερα το καλύτερο άλλοθι για την πιο κωλοπαιδίστικη συμπεριφορά μας. Κάποτε ήμασταν, βλέπεις, υπερβολικά ανεχτικοί.
Ίσως, τελικά, να καταφέρναμε να μας προστατεύσουμε μονάχα αν μας αγαπούσαμε -αγάπη αληθινή, όχι καταπιεστική ψευδαίσθηση. Ίσως ο εγωισμός αυτός –που συμφωνήσαμε να τον φωνάζουμε «αγάπη για τον εαυτό μας» για να μη μας πέφτει τόσο βαρύς στο στομάχι– που δε δέχεται την άρνηση και την παραίτηση, που δεν αναγνωρίζει τα λάθη και τις αδυναμίες και δεν πιστεύει κανένα «δεν μπορώ» (ακόμα κι αν αυτό ντύνεται με δάκρυα, απελπισία κι ουρλιαχτά) να μοιάζει περισσότερο με μίσος απέναντί μας.
Ίσως να μη μας χρωστάμε, τελικά, περισσότερη αντοχή, μοναχά ειλικρινή αγάπη και κυρίως μπόλικη κατανόηση -των αδυναμιών και των ορίων μας. Ίσως πρέπει κάποτε να χωνέψουμε πως ενίοτε τα «φεύγω» είναι πιο ηρωικά, όταν στα «μένω» ασφυκτιούμε και στο τέρμα της εξόδου μας περιμένει καθαρός αέρας. Τα «δεν μπορώ» δεν είναι απαραίτητα δειλά, μα ίσως και περισσότερα θαρραλέα απ’ τα «θα μπορέσω, ακόμα κι αν χάσω εμένα για να τα καταφέρω». Εξάλλου, ό,τι πιέζεται, είτε στριμώχνεται είτε χαλάει, σίγουρα πάντως δεν έχει το χώρο να αναπνεύσει.
Μας οφείλουμε μια αγάπη ελεύθερη, που καταλαβαίνει και δικαιολογεί, που υποχωρεί κι αποχωρεί αν χρειαστεί, που δεν καταπιέζει, ούτε εκδικείται, μια αγάπη αυθεντική.
Κι όλες αυτές οι φλυαρίες χωράνε σε δύο γραμμές του Μπρεχτ: «Οι άνθρωποι παραείναι ανθεκτικοί, αυτό είναι το πρόβλημα. Είναι σε θέση να κάνουν υπερβολικά πολλά σε βάρος του εαυτού τους. Αντέχουν υπερβολικά πολύ».