Όλα τα θεωρούμε δεδομένα. Την υγεία, τους ανθρώπους, την αγάπη, την ευτυχία. Όλα δεδομένα και ποτέ αρκετά. Πάντα κάτι θα λείπει, πάντα κάτι θα έπρεπε να ήταν παραπάνω, καλύτερο, ομορφότερο, ποτέ ικανοποιημένοι, ποτέ ευχαριστημένοι.
Αχάριστα πλάσματα. Ζητάμε πεισματικά κάτι και μόλις το αποκτήσουμε, αφού το περιεργαστούμε, αφού ζήσουμε λίγες στιγμές μαζί του ίσα για να δημιουργήσουμε δύο-τρεις αναμνήσεις, το πετάμε παραπέρα. Όπως τα μωρά με τα παιχνίδια τους, όμως εμείς πάψαμε να είμαστε μωρά κι οι ψυχές ποτέ δεν ήταν παιχνίδια.
Πάψαμε να παίρνουμε τους ανθρώπους στα σοβαρά, δε μας τρομάζει η φυγή τους, δεν πονάει πια η απουσία τους. Αν φύγει, θα ‘ρθει κάποιος άλλος να γεμίσει το κενό, κι αν δεν καταφέρει να καλύψει αυτό, θα γεμίζει ευχάριστα στο ενδιάμεσο το κρεβάτι μας.
Έχεις ένα σπίτι, μια δουλειά κι έναν άνθρωπο να σε περιμένει. Έχεις μια αγκαλιά, ένα φιλί, ένα ζευγάρι πόδια να μπλέκεται με τα δικά σου, να στα ζεσταίνει ή να τα παγώνει, ένα σώμα κουλουριασμένο δίπλα στο δικό σου, να σου τραβάει την κουβέρτα ή να σε σκεπάζει.
Έχεις μια καλημέρα και μια καληνύχτα, ένα βλέμμα στοργής, κάποιον να πιστεύει σε σένα, ένα κίνητρο να προσπαθείς, ένα λόγο να μην τα παρατήσεις, κάποιον που φοβάται μη σε χάσει, που φοβάται μη χάσεις, ένα «σ’ αγαπάω» κι ένα «όλα θα πάνε καλά». Είπες άραγε ποτέ σου ένα «ευχαριστώ» για όλα αυτά;
Αναλογίστηκες έστω για μια στιγμή όλους αυτούς που γυρνούν σε ένα άδειο σπίτι; Με μια ελευθερία που με τον καιρό έγινε μοναξιά, τόσο βαριά που δεν μπορούν πια να τη σηκώσουν. Δεν είναι όλοι τόσο τυχεροί ώστε να ‘χουν πάντα μια αγκαλιά διαθέσιμη. Τη στιγμή που εσύ αγαπιέσαι κι αδιαφορείς, κάποιος ψάχνει απεγνωσμένα να αγαπήσει.
Έχεις έναν άνθρωπο να σε νοιάζεται, να σε φροντίζει, να σε προσέχει, να θέλει το καλό σου και να προσπαθεί κάθε μέρα γι’ αυτό, να σε αγαπάει και να το αποδεικνύει, κι εσύ, τι κάνεις για όλα αυτά; Βολεύτηκες στην ετοιμοπαράδοτη ευτυχία και στη μηδενική προσπάθεια.
Θεώρησες ως και τον έρωτα δεδομένο κι έβαλες τον άνθρωπό σου στα κεκτημένα σου, είναι δικός σου πια και δε χρειάζεται να κάνεις κάτι για να τον κρατήσεις. Ξυπνάς και κοιμάσαι πλάι του, όλα μηχανικά, όλα από συνήθεια. Λες κάπου-κάπου κι ένα «σ’ αγαπώ» ή ακόμα χειρότερα ένα «κι εγώ» κουνώντας το κεφάλι κι όλα καλά.
Κάπου το ‘χασες, όσο εσύ αδιαφορείς για τα δεδομένα σου, κάποιος άλλος παρακαλάει για την προσοχή τους. Όσο βολεύεσαι στην ασφάλεια της ρουτίνας και του συμβιβασμού σου, κάποιος άλλος περιμένει μια ευκαιρία για να προσπαθεί κάθε μέρα, για να δώσει τα πάντα.
Ο άνθρωπος που έχεις δίπλα σου κι αδιαφορείς, που ώρες-ώρες τον βαριέσαι, που τον έχεις χορτάσει πια και δεν ξέρεις καλά-καλά αν τον θες –αλλά τον κρατάς από εγωισμό και συνήθεια–, σε κάποιον άλλον λείπει αφόρητα πολύ. Σε κάποιον που θα ήξερε να τον εκτιμήσει, σε αυτόν που θα του φερόταν όπως του αξίζει.
Αν θες κάποιον, να τον θες πολύ και συνέχεια, να τον διεκδικείς καθημερινά, να μη σε χορταίνει ποτέ η παρουσία του και να σε πονάει πάντα η απουσία του, να τον αγαπάς με τον τρόπο που θες να αγαπηθείς, ακραία κι απόλυτα. Αλλιώς να τον αφήσεις σε κάποιον άλλον. Σε κανέναν δεν αξίζει ένας παρ’ ολίγον έρωτας.
Όσα εσύ έχεις και θεωρείς δεδομένα, για κάποιον άλλον είναι το μεγάλο ζητούμενο στη ζωή του. Σνομπάρεις την αγάπη γιατί τη θεωρείς τόσο σίγουρη που δεν μπαίνεις καν στον κόπο να την ψάξεις μέσα σου και κάποιοι άλλοι την πνίγουν καθημερινά γιατί δεν έχουν πού να τη δώσουν, άδικος ο κόσμος, φίλε μου.
Να εκτιμάς και να προσέχεις τα δώρα στη ζωή σου και μεγαλύτερο δώρο απ’ τους ανθρώπους δεν υπάρχει. Να έχεις ό,τι αγαπάς μα το σημαντικότερο είναι να μάθεις να αγαπάς ό,τι έχεις.