«Να προσέχεις. Να περνάς όμορφα. Αν χρειαστείς κάτι να μου πεις. Να μη χαθούμε.»
Άνθρωποι που αγαπήθηκαν, που νιώσανε, που μοιράστηκαν και που μια μέρα χόρτασαν, βαρέθηκαν, κουράστηκαν. Κι έληξαν το συμβόλαιό τους χωρίς ποινικές ρήτρες. Άνθρωποι που επέλεξαν να είναι μαζί και κάποια στιγμή αποφάσισαν πως θα ‘ναι καλύτερα χώρια. Ή έτσι πίστεψε μονάχα ο ένας κι ο άλλος –θέλοντας και μη– ακολούθησε.
Και ξεκολλάς τα κομμάτια του από μέσα σου, ξηλώνεις τις κλωστές και πονάς. Ίσως και να ματώσεις αν το ψαλίδι είναι αιχμηρό και τα νήματα σφιχτά μπλεγμένα.
Και φεύγεις. Τρέχεις μακριά να χαθείς· από ‘κείνον τον άνθρωπο που δεν είναι πια δικός σου, από ‘σένα που δε σε αντέχεις και δε σε αναγνωρίζεις πια, απ’ τον κόσμο που θα το δεχτεί ως έναν ακόμη χωρισμό απ’ τους πολλούς, τους καθημερινούς.
Αλλάζεις διεύθυνση, αλλάζεις αριθμό, αλλάζεις κι εσύ. Δε γίνεται να μείνεις ίδιος. Πρέπει να μάθεις να ζεις αλλιώς, να βρεις τρόπους να καλύψεις το κενό, εκείνο που λέγαμε πριν, που σου ξήλωσαν βίαια.
Κι εκείνο το κομμάτι σου που δεν είναι πια δικό σου και που πίστευες πως δε θα μπορούσε πια να σε πονέσει, να σε επηρεάσει, να σε πειράξει, εκείνος που έκλεισε πρώτος την πόρτα πίσω του, ζητάει να σε δει, να μάθει πώς είσαι, να μείνετε φίλοι.
«Δεν έχετε δα και τίποτα να χωρίσετε». Όχι, δεν έχετε. Μόνο έναν έρωτα τεμαχισμένο, κάτι συναισθήματα και κάτι όνειρα. Τα ίδια που χωρίσατε κι αυτά που πάντα θα σας ενώνουν.
Φίλοι; Ποτέ δεν ήσασταν κι ούτε θα μπορέσετε και ποτέ να γίνετε. Τι σχέση έχει ο έρωτας με η φιλία, μάτια μου; Η φιλία είναι γιορτή, ο έρωτας πόλεμος. Κι εκείνος που έληξε άδοξα, ναρκοπέδιο. Ό,τι κι αν πας να αγγίξεις, κινδυνεύει να ανατιναχθεί· αναμνήσεις, δάκρυα, χαμόγελα, όλα.
Δύο άνθρωποι που σχεδίαζαν μαζί κι ονειρευόντουσαν ένα «για πάντα» που τελικά υπήρξε μόνο «για τόσο». Ο άνθρωπος αυτός είναι η διάψευσή σου, το κενό κι η απογοήτευση. Πώς να τον δεις σαν φίλο; Αυτόν που σε άδειασε, που στη μέση του δρόμου σε άφησε μόνο να ψάχνεις το τέλος της διαδρομής, που πια δεν μπορεί να είναι η ίδια.
Πώς μπορείς να μην τον κατηγορείς αυτόν τον άνθρωπο; Πώς ρίχνει κανείς αυλαία χωρίς πόνο, κακίες, ζήλειες; Πώς χωράει ο πολιτισμός στον έρωτα και μάλιστα σ’ έναν έρωτα σακατεμένο;
Οι άνθρωποι που διαψεύστηκαν μ’ ένα χωρισμό, θα ‘ναι πάντα θυμωμένοι και πληγωμένοι. Για την αγάπη που έδωσαν κι αποδείχθηκε πως δεν ήταν αρκετή, γι’ αυτήν που πήραν και δεν τους έφτασε, γι’ αυτό που άφησαν στη μέση και για το τέλος που ήρθε ακάλεστο.
Είναι ιεροσυλία η φιλία μετά απ’ ένα χωρισμό. Προδοσία διπλή. Πώς δέχεσαι να κάνεις το καυτό, χλιαρό; Ένας χλιαρός καφές, μια αδιάφορη μέρα, με πέντε τυπικές κουβέντες κι ένα χαζό προσποιητό ενδιαφέρον. Αν νοιαζόσουν, δε θα ‘φευγες. Θα ήσουν εκεί να φροντίζεις να είναι καλά. Να είστε μαζί καλά.
Ένας έρωτας κι αν χώρισε, κι αν γκρεμίστηκε, κι αν τσαλακώθηκε, θα είναι πάντα μια ζωντανή απόδειξη, ένα απωθημένο μιας πληρότητας και μιας ελπίδας για αιωνιότητα που προδόθηκαν. Οφείλεις να σέβεσαι ό,τι σε έκανε να αισθάνεσαι και να ονειρεύεσαι.
Ο έρωτας είναι απολίτιστος, είναι αγρίμι. Δε στριμώχνεται σε ολιγόλεπτα τηλεφωνήματα σε γιορτές και γενέθλια και προβαρισμένους αδιάφορους χαιρετισμούς. Θα κλείσεις πόρτες, θα κατεβάσεις τηλέφωνα, θα γυρίσεις πλάτη, θα κρατήσεις εγωισμούς και θα προτιμήσεις το τίποτα απ’ το κάτι, αν δεν μπορείς να τα ‘χεις όλα.
Τον άνθρωπο που σε έκανε να νιώσεις, να πονέσεις, να ανακαλύψεις κομμάτια κι αισθήματα που ούτε ήξερες πως έχεις· την απόλυτη ευτυχία και τον απόλυτο οδυρμό, δεν μπορείς να τον δεις ποτέ ξανά χαλαρά, αδιάφορα, φιλικά.
Γιατί ακόμα κι όταν ο χωρισμός ξεπεραστεί κι αν ο πόνος υποχωρήσει, πάντα θα παραμένει η θύμησή του να μη σε αφήνει να ξεχάσεις, να ξεγελάσεις τον εαυτό σου.
Τα έντονα πάθη και τα ισχυρά συναισθήματα τα κρύβεις σε ένα συρτάρι, εκεί ακέραια. Δεν τα βαφτίζεις «φιλία» και τα στολίζεις στο σαλόνι σου μερικά χλιαρά απογεύματα. Ο έρωτας δε γίνεται φιλία, μάτια μου!