Είναι αχάριστα πλάσματα, λένε, οι άνθρωποι, άπληστοι, τα θέλουν όλα δικά τους, δεν εκτιμούν το λίγο και φεύγουν για το πολύ κι αν δεν το βρουν, διαλέγουν το καθόλου απ’ το κάτι. Μα είναι στα αλήθεια μειονέκτημα;
Αδυναμία ή μήπως δύναμη το να μη συμβιβάζεσαι; Σε μία κοινωνία μετριότητας και θυμάτων, δεν πρέπει να ΄χεις και πολλές απαιτήσεις, έτσι σου έμαθαν κι εσύ τους πίστεψες. Όλοι κάτι ψάχνουν και σε όλους κάτι λείπει, όλοι κάτι θέλουν κι οι περισσότεροι κρατούν στην αγκαλιά τους κάτι άλλο απ’ αυτό που ήθελαν, αρκεί να μην είναι άδεια -είναι τυχεροί αν δεν είναι άδεια τα χέρια, η ψυχή είναι άλλο θέμα.
Έκανες τόσα, μου χτυπάς και περιμένεις να σκύψω το κεφάλι ενοχικά, να χαμηλώσω το βλέμμα, μαζί και τον πήχη. Ήσουν εδώ κάποιες στιγμές, αράδιασες μπόλικα «σ’ αγαπώ» για να ‘σαι σίγουρος πως το ξέρω , μπήκες για μένα σε αεροπλάνο, ήρθες να με βρεις, μου πήρες δώρα, μου έφερες λουλούδια, με έλεγες «μωρό σου», έκανες το πρώτο βήμα όταν κράτησα μούτρα, με κυνήγησες σε σκάλες, μου χτύπησες κάτι ξημερώματα τα κουδούνια και δεν έφυγες στο πρώτο «Φύγε».
Έκανες όλα όσα δείχνει κάθε ρομαντική κομεντί, θα μπορούσες με άνεση να πρωταγωνιστούσες σε μία, πόσο αχάριστη είμαι; Μ’ αγαπούσες, έπρεπε να το ξέρω, να μην έχω αμφιβολίες, όλοι το ήξεραν, όλοι το έβλεπαν. Δεν έλεγες ψέματα. Όσα έκανες κι όσα είπες δεν τα μετανιώνεις, τα εννοούσες, λες. Είμαι άδικη που σε χλευάζω, είμαι άδικη που δεν πιστεύω πια σε τίποτα. Είμαι άδικη να σε κρίνω απ’ την απουσία σου.
Μα όσα κι αν έκανες, δε σημαίνουν τίποτα αν δεν είσαι πια εδώ. Τι να την κάνω την προσπάθεια αν μια μέρα, σου έπεσε βαρύς ο έρωτας για να τον σηκώνεις κι αποφάσισες να τον αδειάσεις; Τι να μου πουν όσα λες πως ένιωσες, αν στα δύσκολα το έβαλες στα πόδια; Τι να τα κάνω όλα αυτά όταν ξέρω τι θα μπορούσες να κάνεις, τι θα μπορούσε να κάνει ένας ερωτευμένος άνθρωπος για να μη χάσει αυτό που αγαπά.
Μιλάς για συγκυρίες και στιγμές, για λάθη κι εγωισμούς, για εμπόδια και ρεαλιστικά προβλήματα, για οικονομικά, για αποστάσεις, για ρουτίνες, για όλες αυτές τις χαζές δικαιολογίες που ο κόσμος χωρίζει μόνο αν είναι δειλός, ηλίθιος ή αν δεν πίστεψε ποτέ τίποτα απ’ όσα έλεγε όσο φορούσε το καρτελάκι με την επιγραφή «ερωτευμένος».
Ξέρεις, κανένα «μ’ αγαπούσε» δεν παρηγόρησε ποτέ κανέναν, μόνο σε χρόνο ενεστώτα αξίζει, μόνο τότε έχει νόημα. Μόνο τα «σ’ αγαπώ» που ψιθυρίζονται στο αυτί μέσα σε κάτι σφιχτές αγκαλιές πιστεύεις, μόνο αυτά θες και στην τελική αυτά σου αξίζουν. Γιατί όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος και να τις βράσω τις προθέσεις αν δε βρήκαν τρόπο να εκπληρωθούν.
Γιατί όλα στο τέλος φαίνονται, κι η αγάπη κι ο έρωτας και το συναίσθημα κι η αλήθεια του. Στο τέλος φαίνεται αν υπήρχε ή αν δεν υπήρξε ποτέ. Στο τέλος που παλεύεις να διώξεις με νύχια και με δόντια ή αυτό που προσκαλείς για τσάι και συμπάθεια. Στην παρουσία και την απουσία κρίνονται όλα, στο εδώ και το εκεί.
Έτσι είναι οι άνθρωποι κι ακόμα κι αν το θέλουν δεν αλλάζουν, κρατάνε πικρία κι ας παριστάνουν στους γύρω τους τους άνετους κι ανώτερους, έτσι είναι η μνήμη, σκληρή, εκδικητική. Σε πνίγουν τα «αν», σε αλυσοδένουν τα «γιατί», σου κόβει το οξυγόνο το παράπονο.
«Μ’ αγαπούσες», να τη βράσω την αγάπη αυτή που παραιτείται και φεύγει ατσαλάκωτη, που δε λυσσάει, που δεν παλεύει, που δε σκοντάφτει μα φεύγει με το κεφάλι ψηλά. Όσα κι αν έκανες πάντα θα μετράω όσα μπορούσες να είχες κάνει, όσα εγώ είχα τη διάθεση να κάνω για εμάς μα δε σε βρήκα πρόθυμο να μοιραστούμε το φορτίο.
Τι να τους κάνεις τους όρκους και τις υποσχέσεις, πώς να σε παρηγορήσει το «σ’ αγαπώ» σε χρόνο παρελθοντικό; Τίποτα δεν έκανες τελικά, αν είχες κάνει, τώρα θα ήσουν εδώ και το παράπονο θα έπνιγε κάποιους άλλους, μακρινούς, που δεν αγαπήθηκαν πολύ ή δεν είχαν τα κότσια να το ζήσουν.
Πες με εγωίστρια, αχάριστη, άπληστη, πες πως δεν ξέρω να εκτιμώ, ό,τι κι αν πεις ξέρεις καλά πως η απουσία σου με δικαιώνει. Γιατί όσοι αγαπούν, μένουν και δεν είμαι εγώ αυτή που το ‘βαλε στα πόδια. Γιατί «Μόνο όσοι προσπάθησαν πολύ έχουν δικαίωμα στο παράπονο» κι εγώ, ρε γαμώτο, το έχω αυτό το δικαίωμα μα εσύ σου το στέρησες από μόνος σου.
Δεν έχεις ούτε το δικαίωμα να σου λείπω ούτε να με ζητήσεις πίσω. Δεν έχεις δικαίωμα να ψάξεις τα μάτια μου στο πλήθος ούτε να δικαιολογηθείς. Το έχασες.
Όσα μπορούσες να είχες κάνει, όσα μπορούσες να είχες δώσει, όσα μπορούσες να είχες πει. Οι στιγμές που σε χρειαζόμουν κι έλειπες, οι πόρτες που έκλεισες πίσω σου, τα αναπάντητα μηνύματα, τα τηλέφωνα που δε σήκωσες, τα αισθήματα που άδειασες μαζί με τη θέση σου στο κρεβάτι, η προσπάθεια που άφησες στη μέση αναίρεσαν κάθε «σ’ αγαπώ» σου και ξέγραψαν κάθε προσπάθεια.