Άφησα ανθρώπους να περάσουν απ’ τη ζωή μου και πάντα συνειδητοποιούσα τα λάθη μου όταν ήταν πια αργά. Κι ενώ ήμουν έτοιμη να ουρλιάξω υστερικά ακόμη ένα αβίαστο «Φύγε!», σου ζήτησα να μείνεις. Δε θα σε αφήσω τόσο εύκολα να μπεις στο παρελθόν μου.

Αυτή τη φορά δε θα τα παρατήσω στην πρώτη δυσκολία. Δε θα χορτάσω τον εγωισμό μου, θα αφήσω νηστική την αξιοπρέπειά μου. Ποιος ερωτεύτηκε με αξιοπρέπεια και ποιος το έζησε με εγωισμό; Θα σε κυνηγήσω σε σκάλες, θα κλείσω πόρτες, θα χτυπήσω κουδούνια, θα πάρω τηλέφωνα. Θα έρθω να σε βρω, δε θα σε αφήσω να πας πουθενά, όχι πριν το παλέψουμε.

Δε θα ζήσουμε χωριστά, όχι πριν εξαντλήσουμε κάθε πιθανότητα να είμαστε μαζί. Όχι πριν πάψει να υπάρχει έστω ένας λόγος που μας κρατάει δεμένους. Δε θα σκίσω το σκοινί που άρχισε να τεντώνει. Θα το δέσω πιο σφιχτά, θα κάνω ένα βήμα πίσω όταν είμαι λάθος και θα ζητήσω συγγνώμη όταν σου κάνω μαλακία. Γιατί θα σου κάνω και θα σε πληγώσω και θα σε θυμώσω, έτσι ήμουν πάντα, έτσι ήταν πάντα ο έρωτας. Αυτή τη φορά όμως θα αφήσω τους άλλους 999 καρδινάλιους στην άκρη και θα κλάψω μπροστά σου.

Θα τσαλακωθώ, θα καταπιώ τις υστερίες μου, θα σε αφήσω να δεις τα τρωτά σημεία μου. Θα δείξω ευάλωτη και δε θα κρύβομαι πίσω από έναν υποτιθέμενο τσαμπουκά που στην καλύτερη να σε κρατήσει μακριά μου αφού σε πείσει για την αδιαφορία μου.

Δε θα φοβηθώ να σου πω πως δε θέλω να σε χάσω, δε θα με νοιάξει αν θα εκτεθώ, αν θα δείξω αδυναμία, αν δε θα έχω πια το πάνω χέρι. Θα κλάψουμε μαζί, θα σφαχτούμε, θα βριστούμε. Θα μου φωνάξεις και θα αντιδράσω. Θα σου φωνάξω κι εγώ, θα το παρακάνω μα στο τέλος θα σε αγκαλιάσω.

Θα γίνω σάκος του μποξ τις δύσκολες μέρες σου. Θα καταπιώ τις δικές σου εκρήξεις, θα σου δώσω δίκιο όταν το έχεις και χρόνο όταν τον χρειάζεσαι. Θα βάζω τον εαυτό μου στη θέση σου και θα κάνω ακριβώς όσα θέλω να κάνεις κι εσύ για μένα, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.

Όταν θα αμφιβάλλεις, θα φοβηθείς και θα σκεφτείς να τα παρατήσεις, θα σου θυμίσω το πρώτο μας φιλί, το λόγο που ξεκινήσαμε να προσπαθούμε. Όχι, δε θα σου ανοίξω διάπλατα την πόρτα. Θα την κλειδώσω μέχρι να σιγουρευτούμε κι οι δυο πως το εδώ δεν είναι το εκεί που θες να είσαι.

Δε θα παρακαλέσω, δε θα συρθώ, δε θα ικετεύσω για μία ακόμα ευκαιρία όταν πια δε θα υπάρχει τίποτα. Δε θα χάσω τον εαυτό μου ούτε θα γίνω ένα απ’ τα μίζερα συμβιβασμένα ανθρωπάκια που πάντα κορόιδευα. Θα ανάβω τη φωτιά όσο βλέπω πως ακόμα υπάρχει σπίθα. Μα όταν τη δω να σβήνει, θα φυσήξω με δύναμη να σιγουρευτώ πως δε θα αναζωπυρωθεί καμία ελπίδα και προσδοκία.

Δεν ξέρω αν είσαι ο έρωτας της ζωής μου, αν είσαι εσύ ο άνθρωπός μου, δεν ξέρω καν αν υπάρχει κάτι τέτοιο. Ναι, κάποιες στιγμές θα αμφιβάλλω. Μα αν σε αφήσω απλώς να φύγεις στην πρώτη στραβή, δε θα το μάθω ποτέ. Θα γεμίσω με «αν» κι αμφιβολίες, θα μετανιώσω όταν θα είναι πια αργά κι αν κάτι σιχαίνομαι, είναι τα απωθημένα. Όχι, δε θα γίνεις ένα απ’ αυτά. Δε θα το επιτρέψω.

Κι όταν σε χάσω, αν σε χάσω, δε θα χαραμίσω δάκρυα ούτε θα πνίξω τον πόνο μου σε βότκες και καπνούς. Θα ξέρω πως έκανα ό,τι μπορούσα, πως προσπάθησα, πως δεν τα παράτησα. Δε θα κατηγορώ τον εαυτό μου, δε θα μου χρεώνω λάθη ούτε θα άλλαζα κάτι αν γυρνούσα το χρόνο πίσω. Θα χαμογελάσω και θα ξέρω πως πέσαμε σαν ήρωες και δεν παραδώσαμε τα όπλα στην πρώτη μάχη.

 

Συντάκτης: Πωλίνα Πανέρη