Αυτό το θέμα με τις ταμπέλες έχει παραγίνει πια. Δεν τολμάει ένας απλός, φυσιολογικός, γλυκός, καθημερινός άνθρωπος να απαιτήσει τη μοναξιά του από φλύαρες κι ανούσιες φωνές, να θελήσει να μείνει λίγο μόνος του, να μη σηκώσει μια-δυο –έστω 52– φορές το τηλέφωνο, να εξαφανιστεί από προσώπου γης και να πάει να ζήσει σε μια κορφή στο Θιβέτ, αμέσως να τον πούμε αντικοινωνικό. Αηδία έχετε καταντήσει δηλαδή.

Όχι παιδιά, δε γυαλίζει το μάτι μας, δεν είμαστε τρελοί, δεν είμαστε ξινοί, δεν είμαστε κακιασμένοι, δεν είμαστε ούτε μονόχνοτοι. Δεν είμαστε όμως και τίποτα υπερήρωες. Αγαπάμε τους ανθρώπους ­­–ή έστω κάνουμε φιλότιμες προσπάθειες για να τους αντέξουμε και να τους συμπαθήσουμε– αλλά υπάρχουν και κάποιες στιγμές που δε θέλουμε καμία παρουσία –πέρα απ’ το σκύλο μας κι αυτόν αν δεν πολύγαβγίζει– δίπλα μας –με το ζόρι δηλαδή αντέχουμε και τη δική μας.

Δεν έχουμε πολλά νεύρα ή τουλάχιστον δε φταίμε εμείς αν τα έχουμε. Γιατί δηλαδή να φταίει πάντα αυτός που έχει τα νεύρα, να απλώνουμε τη δαχτυλάρα μας και να τον δείχνουμε και για αυτόν που του τα δημιουργεί ούτε λέξη; Δεν είναι σωστά πράγματα αυτά, να το ξέρετε. Αλλά δεν καταλαβαίνετε, γι’ αυτό κι εμείς επιλέγουμε να μη βλέπουμε άνθρωπο, μπας και τη γλιτώσουμε την ανθρωποκτονία.

Είναι κάποιες στιγμές –που θα έπρεπε να είναι κατανοητές κι απόλυτα σεβαστές από όλους– που δε θες κόσμο γύρω σου, δεν τον αντέχεις, δεν μπορείς να τον διαχειριστείς. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι η μοναξιά σου κι η ησυχία σου. Και στο κάτω-κάτω, για το καλό σας το λέμε γιατί μετά αν όντως γυαλίσει το μάτι μας, δε φταίμε εμείς, είχαμε προειδοποιήσει. Δράση κι αντίδραση είναι όλα εξάλλου, αλλά εσείς εκεί επιμένετε να μην καταλαβαίνετε.

Δεν είναι αντικοινωνικός ο άνθρωπος που ξυπνάει μουγγοθόδωρος, είναι απλώς ένας άνθρωπος που ακόμα δεν έχει πιει καφέ. Μην περιμένετε να ανοίξουμε κουβέντα ενώ καλά-καλά δεν έχουμε ανοίξει βλέφαρο. Γενικά μη μας απευθύνεστε το πρωί, μην το σκέφτεστε καν. Δε μιλάμε, παιδιά, τα πρωινά, κοιτιόμαστε μουγκά σαν να φάγαμε γκολ στο 90’. Έχει ο άλλος τον πόνο του, έχει τη νύστα του, έχει τις τσίμπλες του, έχει κι εσένα πάνω απ’ το κεφάλι του; Παράξενοι είστε.

Δεν είμαστε αντικοινωνικοί, οι συνθήκες μας κάνουν. Οι συνθήκες κι η ηλιθιότητά σας. Βρέχει έξω του κερατά, λέμε όπα θα κάτσουμε σπιτάκι, να σαπίσουμε στον καναπέ, να διαβάσουμε το βιβλιαράκι μας, να ακούσουμε τη μουσικούλα μας, να πιούμε το τσαγάκι μας. Κι έρχεστε εσείς και μας χτυπάτε κουδούνια και τηλέφωνα, εμείς φταίμε να σας τα κλείσουμε στη μούρη; Από εμάς περιμένατε να μάθετε την αξία της ποιοτικής μοναξιάς; Επειδή εσείς είστε σαλιγκάρια, θα την πληρώσουμε εμείς;

Γυρνάμε απ’ τη δουλειά, εκνευρισμένοι με το ηλίθιο αφεντικό μας, ξενερωμένοι απ’ τους γελοίους συναδέλφους μας, πεινάμε σαν λύκοι, παραγγέλνουμε, δεν ενοχλούμε κανέναν. Έρχεται το φαί μας κι έρχεστε κι εσείς από πάνω να μας πείτε όλα τα νέα σας και να μας ζαλίσετε το κεφάλι. Να μη φάμε μια μπουκιά δηλαδή, αμέσως να μας τη βγάλετε ξινή.

Μας έχει συμβεί κάτι ή και πολλά μαζί – τέτοιοι γουρλήδες που είμαστε. Μας βλέπετε μαινόμενους σαν ταύρους, θέλουμε να μείνουμε λίγο μόνοι μας, να ξεσπάσουμε, να ηρεμήσουμε κι εσείς από πίσω κολλιτσίδες, σας διώχνουμε και μένετε εκεί κι άμα σας βάλουμε καμιά φωνή, αμέσως παρεξηγείστε. Ποιος φταίει;

Γενικά είμαστε πολύ γλυκούληδες κι αν κάποιες στιγμές μας παρεξηγείτε επειδή ίσως σας μιλήσαμε λίγο απότομα, δηλώνουμε αθώοι και μετανοούμε. Απλώς να, όταν είναι πρωί, όταν νυστάζουμε κι όταν πεινάμε, έχουμε νεύρα κι όταν έχουμε νεύρα δεν είμαστε ο εαυτός μας. Και για να είμαστε ειλικρινείς, η ηλιθιότητα και το θράσος μας αποσυντονίζουν, γι’ αυτό κρατάμε αποστάσεις!

 

Συντάκτης: Πωλίνα Πανέρη