Υπάρχουν αρκετές κατηγορίες ανθρώπων που δε συμπαθώ, υπάρχει όμως μία που με τρομάζει, αυτοί που απαξίωσαν τον έρωτα. Που πρόβαλαν τη δειλία τους ως ασπίδα και βάφτισαν τους φόβους και τις ανασφάλειές τους, συνειδητή επιλογή. Που άφησαν τις πληγές τους να τους αλλάξουν, να τους σκληρύνουν, που δέχτηκαν αμαχητί την ήττα τους -και μεγαλύτερη ήττα απ’ αυτήν δεν υπάρχει.
Με φοβίζουν γιατί όταν στέκομαι δίπλα τους, νιώθω σαν να ανοίγουν μια μαύρη τρύπα μέσα μου. Γιατί γι’ αυτούς τους ανθρώπους με τις κλειδαμπαρωμένες πόρτες, που πέταξαν τα κλειδιά κι αρνήθηκαν να αφεθούν, δεν αξίζει να ψάξεις τρόπους να τις σπάσεις και να τις ανοίξεις με την ελπίδα να μοιράσεις λίγο φως. Κι όσες φορές το επιχείρησες, έχασες την ελπίδα σου στους ανθρώπους και κάπως άδειασες.
Γιατί στην προσπάθειά σου αυτή, το πιθανότερο είναι πως θα σε κερδίσει το σκοτάδι τους. Γιατί αυτή η ομπρέλα του «δε θέλω να νιώσω», άπλωσε πια σιγά-σιγά κι έγινε μια καθαρή συναισθηματική αναπηρία. Κι αυτός ο συναισθηματικός πάτος κι η σαπίλα, μόνο απογοήτευση μπορούν να προκαλέσουν. Γιατί στο πρόσωπό τους βλέπεις ακριβώς αυτό που δε θες να γίνεις, ένα άδειο δοχείο.
Δεν είναι όλοι κλειστοί, φοβισμένοι ή πληγωμένοι, ή ακόμα κι αν υπήρξαν κάποτε, δεν προσπάθησαν ποτέ να ξεφύγουν από αυτό ή να αλλάξουν. Βολεύτηκαν πίσω από λάθη τρίτων κι έγιναν αγρίμια. Όχι από εκείνα τα γοητευτικά και μυστηριώδη, απ’ τα άλλα, τα επικίνδυνα και σαρκοβόρα.
Υπάρχουν άνθρωποι μισοί, κενοί, σάπιοι που το μόνο που είναι σε θέση να αγαπήσουν είναι ο εαυτός τους, που αν σταθείς δίπλα τους θα κατηγορήσεις εσένα, θα γεμίσεις αμφιβολίες ίσως κι ενοχές. Θα ψάχνεις συνεχώς για ευθύνες μέσα σου, να βρεις πού ήσουν λάθος και θα αρνείσαι να τα παρατήσεις γιατί θα ελπίζεις πως, δε γίνεται, πρέπει να είσαι κοντά.
Κάποιες φορές κι όχι σπάνια, κάτω απ’ τις τόσες στρώσεις επιφάνειας κι άνεσης, κάτω από σκονισμένα πρόσωπα και γκρίζες ψυχές, δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο από αυτό που βλέπεις. Κανένας θησαυρός, καμία ευαισθησία, κανένα φως. Σκοτάδι που αν επιχειρήσεις να κολυμπήσεις στα νερά του, οι πιθανότητες να μην πνιγείς δεν είναι με το μέρος σου.
Μακριά από ανθρώπους κενούς και συμπεριφορές σκάρτες. Δε σου αξίζουν και με όση ομορφιά κι αν προσπαθήσεις να στολίσεις το βούρκο, βούρκος θα παραμείνει, μη γελιέσαι. Κανέναν δε θα σώσεις γιατί κανείς δε θέλει να σωθεί. Γιατί καθένας κουβαλάει έναν ήρωα, κι αυτός δεν είναι άλλος απ’ τον εαυτό του. Ποιος είπε πως όλοι οι ήρωες είναι καλοί και γιατί πάντα περιμένεις το παραμύθι να έχει happy end;
Δεν αξίζουν ευκαιρίες, χρόνο, προσπάθεια, υπομονή ή επιμονή. Μονάχα απόσταση. Δεν αξίζεις την ταλαιπωρία, δε θα αλλάξει όσο κι αν μείνεις εκεί περιμένοντας ένα θαύμα. Όχι, δεν είναι όλοι ακατέργαστα διαμάντια, κάποιοι είναι απλώς κάρβουνα και στάχτες. Κι όσο πιο γρήγορα το συνειδητοποιήσεις, θα προφυλάξεις τον εαυτό σου και την πίστη σου στους ανθρώπους.
Δε χρειάζεται να σκορπάς ευκαιρίες, όχι δεύτερες, αλλά ούτε καν εκείνες τις πρώτες, δεν τις αξίζουν όλοι ούτε θα τις εκτιμήσουν. Κι όσο επιμένεις να τις χαραμίζεις σε ακατάλληλους ανθρώπους, ρισκάρεις να ξεμείνεις από σπίθα κι ελπίδα.
Είναι φορές που οι λέξεις δεν πρέπει να ειπωθούν γιατί δεν υπάρχει κανείς πρόθυμος να τις ακούσει. Οι επιθυμίες οφείλουν να παραμείνουν ανείπωτες κι ανεκπλήρωτες, καθαρές κι ανέγγιχτες. Κι η απόσταση είναι η μόνη λύση, όταν η επαφή δεν οδηγεί πουθενά.
Και στην τελική, τι είναι οι ευκαιρίες για να τις σκορπάς εδώ κι εκεί; Παζάρι συναισθημάτων; Κατάρρευση τιμών τελευταίες μέρες των εκπτώσεων; «Έρωτας σε τιμή ευκαιρίας»; Τον εαυτό σου και κάθε κομμάτι του, να τα πουλάς ακριβά και μόνο αν έχεις βεβαιωθεί πως έχει εκτιμηθεί σωστά, εξάλλου ακόμη κι έτσι εξακολουθείς να ρισκάρεις, ας είναι τουλάχιστον οι πιθανότητες υπέρ σου.