Κάθε φορά τα ίδια, ένα επαναλαμβανόμενο σκηνικό. Ένα ασπρόμαυρο μοτίβο. Να έχω τόσα να σου πω, τόσα να σου δείξω μα να μη βγάζω λέξη, να μην εκτεθώ, να μη δείξω αδυναμία. Αυτό είναι το κλειδί στην εποχή μας, να δείχνουμε δυνατοί, κι ας μην είμαστε, κι ας μην μπορούμε, κι ας μη θέλουμε να γίνουμε, κι ας τα αγαπάμε τα τρωτά μας σημεία, κι ας τη γουστάρουμε την ευαισθησία μας.
Για τους άλλους πρέπει πάντα να είμαστε σκληροί, άκαμπτοι, ισχυροί, ίσως και λίγο αναίσθητοι, σίγουρα αδιάφοροι, σίγουρα ανεπηρέαστοι απ’ τις συμπεριφορές τους. Ανώτεροι, συναισθηματικά υπεράνω, ακόμα κι άδειοι, πιο αποδεκτοί έτσι σε μια κοινωνία που μετέφρασε το συναίσθημα σε αδυναμία.
Στο κλίμα της εποχής, της ανασφάλειας και του εγωισμού μου φυσικά, θα υποκρίνομαι οσκαρικά πως τίποτα δε με ενοχλεί, πως όλα είναι καλά, χλιαρά κι αδιάφορα, πως δε θέλω κάτι λιγότερο ή περισσότερο. Θα ουρλιάζουν λέξεις, σκέψεις κι επιθυμίες μέσα μου μα εγώ θα πατάω πεισματικά το mute.
Δεν είναι δειλία, ή έστω δεν είναι τόσο απλό, είναι απ’ τις φορές που νιώθεις πως οι λέξεις θα πάνε χαμένες, πως οι σκέψεις δε θα βρουν αποδέκτη, ούτε καν ακροατή κι οι επιθυμίες θα πληγωθούν πριν καν επληρωθούν, ποιο το νόημα;
Είναι όμως κι αυτή η σιωπή που ώρες-ώρες κάνει τόσο εκκωφαντικό θόρυβο που θέλει να σπάσει κι εγωισμούς και περηφάνιες κι αξιοπρέπειες, που θέλει να τα πει όλα, να ρισκάρει να εκτεθεί, να παραπονεθεί, να λυγίσει.
Και κάπως έτσι καταλήγω πάντα να κάνω λάθη μαζί σου, τα ίδια χιλιοπαιγμένα λάθη. Να γνωρίζω απέξω τη διαδρομή μα κάθε φορά να μπλέκομαι στην πορεία σου σαν να πρόκειται να αλλάξει ο προορισμός, σαν να μη γνωρίζω πως κάθε τέτοια αρχή έχει ένα προδικασμένο τέλος.
Με υποτιμάς και δεν ξέρω αν φταις μόνο εσύ γι’ αυτό, σίγουρα μου αναλογεί ένα μερίδιο ευθύνης, μάλλον όμως όχι το μεγαλύτερο. Με υποτιμάς κάθε φορά που επιμένεις να μου δίνεις ένα ρόλο κομπάρσου στη ζωή σου σε μια περιστασιακή κι άνευρη παράσταση. Κάθε φορά που αρνείσαι να δεις και να παραδεχτείς πως μαζί μου είναι αλλιώς, πως με μένα θα ‘πρεπε να είναι αλλιώς.
Δε μου αφήνεις περιθώρια, δε μου δίνεις χώρο και κάθε φορά που με πλησιάζεις και κάνεις δύο βήματα κοντά μου, αμέσως κάνεις τρία πίσω. Παίζεις με τα νεύρα μου και τις αντοχές μου μέχρι που παραιτήθηκα πια, κουράστηκα κι αρνήθηκα. Είναι κι αυτός ο εγωισμός που χτυπιέται και δε δέχεται να τσαλακωθεί για κάτι που ακόμα δεν του έχει αποδείξει αν αξίζει. Για κάτι που ποτέ δεν του έδωσε λόγο να υποχωρήσει.
Σε θέλω, μα το φοβάμαι όλο αυτό. Με μπερδεύεις. Δεν ξέρω αν μπορώ να σε πείσω, δεν ξέρω αν θέλω καν. Δεν είναι το δύσκολο που με τρομάζει, είναι πως δεν ξέρω αν στην πραγματικότητα υπάρχει κάτι για να προσπαθήσω ή να διεκδικήσω. Με τις σκιές δεν τα πήγαινα ποτέ καλά, μόνο τα ξεκάθαρα συμπαθούσα.
Παράπονο και πικρία, όχι κακία ούτε θυμός. Για τις φορές που με υποτίμησες, για τις στιγμές που με τσουβάλιασες, για τα ξημερώματα που με θυμήθηκες και τα πρωινά που με άδειασες, για την άνω τελεία που ποτέ δεν αποφάσισες αν θα την κάνεις τελεία και παύλα ή θαυμαστικό, για τα ερωτηματικά που μου γεννά κάθε μας συνάντηση, για τις αμφιβολίες και τις ανασφάλειες που μου δημιουργείς. Για όλες εκείνες τις στιγμές που αναρωτήθηκα αν φταίω εγώ, αν δεν αρκούσα, αν δεν έκανα κάτι σωστά.
Σε αυτά που μου χρωστάς, βάλε μια καθαρή ευκαιρία που ποτέ δε μου έδωσες και ποτέ δε σου ζήτησα. Μία ευκαιρία να γνωριστούμε απ’ την αρχή, να μην παίξουμε κρυφτό, να αφεθούμε κι ας μην καταλήξουμε πουθενά. Κι ας μην είμαι σίγουρη ότι τη θέλω πια, ξέρω πως την άξιζα.
Δεν έχω, όμως, άλλο χρόνο για επικίνδυνους περαστικούς. Δεν έχω χώρο για όσους θέλουν να με αδειάσουν, όχι πια. Αν πιστεύεις πως σου αναλογεί μια θέση, πάρε ένα κουτάκι μπίρα κι έλα κάτσε δίπλα μου. Αν όχι, κάνε μου τη χάρη και μην μπλεχτείς άλλο στις σκέψεις και στα πόδια μου.