«Έλα!». Πόση αγωνία κι απελπισία μπορεί να χωρέσει τελικά σε μόλις τρία γράμματα; Ολόκληρη η επιθυμία κι η ανάγκη, όλα τα «Μου λείπεις» κι όλα τα «Σε θέλω εδώ», τα «Σε χρειάζομαι» και τα «Μην αργείς». Έλα λοιπόν!
Έλα και βαρέθηκα να μη σε βλέπω, βαρέθηκα να γελάω άνευρα μακριά σου, να προσποιούμαι ανεπιτυχώς πως περνάω εξίσου καλά χωρίς εσένα, πως δε λείπει τίποτα. Βαρέθηκα να ζηλεύω εκείνους που έχουν την πολυτέλεια να σε βαρεθούν, που μπορούν να σε βλέπουν κάθε μέρα, να ακούν τη φωνή σου, το γέλιο σου και να χαζεύουν τα μάτια σου.
Βαρέθηκα να φαντάζομαι πώς θα ήταν όλα αν ήσουν εδώ ή πόσο θα ήθελα να ήμουν εκεί, στο δικό σου εκεί, όποιο κι αν είναι αυτό. Να θέλω να μοιραστώ μαζί σου ό,τι συμβαίνει και να προσπαθώ να σου εξηγήσω με λεπτομέρειες πώς πέρασα τη μέρα μου, σαν να ‘σουν εδώ -μόνο που δεν είσαι κι όσο καλή κι αν γίνω στις περιγραφές δεν είναι το ίδιο.
Βαρέθηκα να ξυπνάω και να ξέρω πως ούτε σήμερα θα σε δω, πως δε θα ΄σαι εδώ. Και τα μηνύματα για καλημέρα, πόσο υποκριτικά; Με φιλιά, χάδια και χαμόγελα πρέπει να ξεκινάνε τα πρωινά όχι με ειδοποιήσεις κι η μέρα είναι όντως καλή όταν τη μοιράζεσαι με αυτόν που λαχταράς. Οι οθόνες είναι χαζές κι οι καρδιές που σχηματίζονται από σύμβολα κι αριθμούς ακόμα πιο ανόητες.
Τι να σου κάνει μια οθόνη, τι νόημα έχει ένα χαμόγελο πάνω σε ένα κομμάτι γυαλί; Τι να το κάνεις αν δεν μπορείς να το αγγίξεις; Και φιλιά που σχηματίζονται από άνω και κάτω τελείες κι αστέρια; Αλήθεια τώρα; Αστέρια κι όλους τους πλανήτες μαζί θα ΄πρεπε να βλέπουμε την ώρα που συγχρονίζουμε τις ανάσες μας.
Έλα γιατί οι μέρες περνάνε μουντές χωρίς το άγγιγμά σου κι ας έχει έξω λιακάδα. Και τις βροχές δεν τις απολαμβάνω το ίδιο όταν δεν έχω μια αγκαλιά να στριμωχτώ, τη δική σου, όχι μια όποια να ΄ναι.
Ναι, ο χρόνος ήταν πάντα σχετικός κι οι στιγμές κυλάνε τόσο γρήγορα κοντά σου, σαν να τρελάθηκαν οι δείκτες του ρολογιού, μαζί με τους παλμούς που μου ανεβάζεις. Όμως μακριά σου ο χρόνος σαν να παγώνει κι οι στιγμές ξαφνικά περνούν εφιαλτικά αργά, να μου θυμίζει κάθε λεπτό βασανιστικά την απουσία σου.
Ήταν αρκετή τόση απουσία για να εκτιμήσω την παρουσία, υπεραρκετή να καταλάβω την ουσία, να εξηγήσω γιατί μοιάζει τόσο πολύ η «λύπη» με το «λείπει». Έλα γιατί βαρέθηκα να μετράω μέρες χαμένες, νύχτες ξενέρωτες και γέλια άνοστα.
Έλα γιατί από μακριά όλα φαίνονται πιο άσχημα ή μάλλον όλα μοιάζουν να είναι καλύτερα όταν είσαι κοντά. Τα μούτρα περνιούνται για θυμό και το νάζι δεν πιάνει αν δεν πεταρίσεις και τη βλεφαρίδα. Δεν μπορώ να σου τριφτώ σαν γεναριάτικο γατί ούτε να σε γαργαλήσω όσο κι αν σε εκνευρίζει.
Έλα γιατί απόσταση δεν είναι μόνο τα χιλιόμετρα, αλλά κι ο χρόνος κι οι σιωπές. Έλα γιατί φοβάμαι μήπως συνηθίσω μακριά σου κι αρχίσω σιγά-σιγά να σε ξεχνάω -κι αυτός είναι ο μεγαλύτερος φόβος τελικά όταν (σου) λείπει κάποιος, αν του λείπεις εξίσου ή αν σε ‘χει ξεχάσει.
Μου λείπεις και δεν είμαι σίγουρη πια πως θυμάμαι το χρώμα των ματιών σου ή αν αναγνωρίζω τη χροιά της φωνής σου. Σε χρειάζομαι, εσένα και την αγκαλιά σου κι όσο όμορφες λέξεις και να βρεις για να γεμίσεις τις σιωπές, δε βοηθάνε και πολύ. Μόνο μην αργείς άλλο γιατί σε θέλω εδώ. Κι όλες τις φλυαρίες μου αρκούν επτά σου γράμματα να τις τελειώσουν: «Έρχομαι».
Έλα και μείνε γιατί κουράστηκα να μη σε βλέπω, γιατί βαρέθηκα να μη σε έχω, γιατί ο χρόνος που περνάει είναι εχθρός και με τρομάζει.