Όλα γύρω τρέχουν. Τα αμάξια, τα παιδιά στην παραλία, ο χρόνος, οι στιγμές, οι άνθρωποι, οι έρωτες, η ζωή μας ολόκληρη. Τρέχουν να μας προλάβουν ή να ξεφύγουν από μας; Όλα περνάνε και φεύγουν∙ κι οι μέρες, κι οι μήνες, κι οι εποχές, να, και το καλοκαίρι ετοιμάζει δειλά-δειλά βαλίτσες.
Μα εσύ μένεις, εσύ δε θα φύγεις, δε θα πας πουθενά. Μου χρωστάς∙ πάντα θα μου χρωστάς ένα ακόμα φιλί κι ύστερα είναι κι αυτός ο Αύγουστος που μου ‘χες τάξει να τον ζήσουμε μαζί.
Γιατί οι αγκαλιές του Αυγούστου έχουν άρωμα από αντηλιακό, καρύδα κι ανανά και τα φιλιά γεύση από ήλιο κι αλάτι, που καίνε χείλη και καρδιές. Οι μέρες μυρίζουν καρπούζι κι οι νύχτες γιασεμιά. Οι πόλεις αδειάζουν κι οι βεράντες γεμίζουν, οι οθόνες μπαίνουν σε σίγαση και τα γέλια σπάνε τις άβολες σιωπές, οι άνθρωποι ερωτεύονται πιο δυνατά από ποτέ. Γιατί είναι Αύγουστος κι όλα μπορούν να συμβούν.
Έλα να ανέβουμε σε μια ταράτσα με θέα τη θάλασσα και να ψήσουμε τη δειλία μας να κάνει βουτιά από ψηλά. Να πηδήξουν οι ανασφάλειές μας πιασμένες χέρι-χέρι και να πάρουν μαζί τους κι αυτούς τους ηλίθιους φόβους έκθεσης που δε μας αφήνουν να το ζήσουμε όπως γουστάρουμε κι όπως μας αξίζει. Να ερωτευτούμε απ’ την αρχή, με τη λαχτάρα ενός παιδιού που ζητάει χωνάκι παγωτό ένα καλοκαιρινό μεσημέρι.
Να πάρουμε μαζί μας παγωμένες μπίρες και να πνίξουμε εκεί όλα τα «πρέπει», τους κανόνες τους και τις χαζές θεωρίες περί εγωισμού κι αξιοπρέπειας που κρατάνε τους ανθρώπους μακριά για να μη θεωρηθούν δεδομένοι, όπως λένε, κι ας καταλήγουν να θεωρούνται αδιάφοροι.
Να μου πεις πως φοβάσαι μη με χάσεις και να σου πω πως δε γελάω πολύ μακριά σου γιατί ο κόσμος με κουράζει και τον βαριέμαι. Να παραδεχτώ πως μου λείπεις τα πρωινά που ξυπνάω χώρια σου και να μου ψιθυρίσεις στ’ αυτί πως μ’ αγαπάς -κι ας το ξέρω ήδη.
Μια ταράτσα, εσύ, εγώ και τα άστρα. Να κοιτάμε τον κόσμο από ψηλά και να μας φαίνεται μικρός κι ανήμπορος να μας χαλάσει. Να ακούγονται μουσικές από κάπου μακριά κι εμείς να κάνουμε πως χορεύουμε σε μια προσπάθεια να συμμαζέψουμε την αγαρμποσύνη μας. Να ζήσουμε μια νύχτα βγαλμένη από κινηματογραφικά ρομάντζα. Ξέρεις, εκείνα που σνομπάρουμε γιατί είναι, τάχα μου, μελοδραματικά μα κατά βάθος ψοφάμε να τα ζήσουμε.
Να μιλάμε ώρες για χιλιάδες ανούσια πράγματα που δε θα βγάζουν και πολύ νόημα αλλά για μας θα σημαίνουν τα πάντα. Να κάνουμε σχέδια τόσο κοντινά όπως τι θα φάμε μετά κι όνειρα μακρινά για ταξίδια υπερατλαντικά. Να χαζέψουμε το αεροπλάνο που θα περνά πάνω απ’ τα κεφάλια μας και για πρώτη φορά να μη νιώσω τάσεις φυγής, γιατί θα είμαι ακριβώς εκεί που θέλω κι αυτό το «εκεί» έχει το χαμόγελό σου.
Να φιληθούμε μέχρι να πρηστούν τα χείλη μας, όπως εκείνη την πρώτη μας φορά, να θυμηθούμε όσα μας ενώνουν και να ξεχάσουμε ό,τι μας χωρίζει. Να μείνουμε εκεί ως το ξημέρωμα, μέχρι να μας πιάσουν ανατριχίλες και να μην ξέρουμε αν είναι απ’ τα μελτέμια ή από έρωτα.
Να ζήσουμε σε μία νύχτα έναν ολόκληρο Αύγουστο∙ με όλα τα χρώματα του ουρανού, φεγγάρια και πρωινές ηλιαχτίδες, με αρώματα θαλασσινά κι αναμνήσεις από καλοκαίρια που δεν τελειώνουν ποτέ.
Ένα καλοκαιρινό βράδυ με σφιχτές αγκαλιές, παθιασμένα φιλιά και χαχανητά, να φωνάζει έρωτα τις μουντές χειμωνιάτικες νύχτες που θα το ξεχνάμε, οι βλάκες, μέσα σε καβγάδες, μούτρα και φωνές.
Γιατί ό,τι κι αν γίνει, μωρό μου, για μία νύχτα στη ζωή μας τα είχαμε όλα κι ήταν Αύγουστος -το καλύτερο άλλοθι.