Κάποιες αδύναμες στιγμές μου, μεσημέρια συνήθως –εκείνες τις ώρες που σου λείπει κάποιος μόνο αληθινά και πολύ– σκρολάρω το προφίλ σου, γυρίζω το δρομέα από ‘δω κι από ‘κει μηχανικά, σαν να ψάχνω κάτι πολύ συγκεκριμένο – δεν ψάχνω τίποτα.
Χαζεύω τις φωτογραφίες σου, όσες επιτρέπεις να βλέπουν οι πολλοί μονάχα και κάποιες ξεχασμένες –κατά λάθος ή επίτηδες– κοινές μας. Εγώ που χάζευα τα μάτια σου και τις στιγμές μας τις θυμάμαι μία-μία, πότε τραβήχτηκαν, πού, πώς, τι είπες πριν, τι είπα μετά – τι ειρωνεία. Κι ο δρομέας τρελαμένος σαν να τα ‘χει χάσει, γυρίζει λες και χαϊδεύει το πρόσωπό σου.
Κι η σήμανση «προσθήκη στους φίλους» έρχεται να μου χαρίσει ένα στιγμιαίο γέλιο. Ξέσπασμα αμηχανίας ή και θυμού. Να προσθέσω στους φίλους μου εσένα, τον πιο δικό μου άνθρωπο, εσένα τον πιο ξένο.
Γοητευτικές οι αντιθέσεις στη ζωή, είναι όμως και κάτι οξύμωρα που δεν μπορείς να τα διαχειριστείς. Σαν να γίνονται για να γελάσει κάποιος με ‘σένα ή μάλλον για να γελάσεις εσύ με ‘σένα.
Υποσχέσεις, όρκοι, πεποιθήσεις και βαρύγδουπες δηλώσεις. Όλα καίγονται, όλα διαψεύδονται. Μα μεγαλύτερη ήττα και διάψευση απ’ το να καταλήγει ξένος ο πιο δικός σου άνθρωπος, δεν υπάρχει. Μεγαλύτερη ήττα απ’ την απόσταση ανάμεσα σε δύο μυαλά που ταξίδευαν για ένα κοινό προορισμό και δύο καρδιές που έμαθαν να χτυπούν συγχρονισμένα, πες μου, υπάρχει;
Ναι, κάθε «για πάντα» είναι προσωρινό μα κάθε φορά θα ξεκινάς με την ελπίδα να κρατήσει. Κι αν δεν ξεκινάς με αυτήν, καλύτερα κάνε ένα βήμα πίσω, μείνε στο ματαιόδοξο ρεαλισμό σου.
Με ρώτησαν μια μέρα, τι μου είσαι, τι σου ήμουν. Γέλασα, μου φάνηκε στα αλήθεια αστείο. Δεν απάντησα, δεν ήξερα τι να απαντήσω. Τι να πω; Μου ήσουν ένα «τα πάντα» που έγινε «τίποτα»;
Περαστικοί είναι όλοι αυτοί οι άγνωστοι που συναντάς εκεί έξω. Που καμιά φορά –σπάνια– χαμογελάς κι –ακόμα σπανιότερα– ανταποδίδουν. Ασφαλείς, ακίνδυνοι. Δεν μπορούν να σου κάνουν κακό, να σε πληγώσουν, δεν τους έχεις ανοίξει καμία πόρτα, δεν έχει ραγίσει ούτε στο ελάχιστο το τείχος σου, είσαι ασφαλής, δεν κινδυνεύεις από αυτούς, δεν μπορείς να πάθεις κάτι.
Είναι όμως και κάποιοι περαστικοί που στο παρελθόν υπήρξαν μόνιμοι συνεπιβάτες –ή έτσι θέλησαν να παρουσιαστούν–, που διατυμπάνιζαν πως ήρθαν χωρίς εισιτήριο επιστροφής κι όμως μια μέρα στρίμωξαν στις αποσκευές τους αναμνήσεις, γέλια, φωνές και μερικά απ’ τα κομμάτια σου και χάθηκαν πάλι μες στο πλήθος των άγνωστων περαστικών.
Αυτοί οι περαστικοί, αυτοί οι άγνωστοι που κάποτε σε γνώριζαν πολύ καλά, αυτοί οι ξένοι που υπήρξαν το πιο δικό σου κομμάτι, τα πιο οικεία σου πρόσωπα, είναι πια οι πιο επικίνδυνοι. Είναι αυτοί που άνοιξες διάπλατα πόρτες και παράθυρα κι όταν έφυγαν πήραν μαζί τους αντικλείδια. Και τώρα κάθε τυχαία συνάντηση τους επιτρέπει να μπαίνουν μέσα στα υπόγειά σου και να τα κάνουν άνω-κάτω.
Με πονούσες, μου έλεγες, κι εννοούσες πως με νοιάζεσαι. Να ‘ξερες όμως πόσες φορές ήταν κυριολεκτικό. Σε πόνεσα κι εγώ, το ξέρω, πλέον το βλέπω. Κατάλαβα πού ήμουν λάθος, πότε το παράκανα, πως πάντα έδινα τα λάθος μηνύματα. Λυπάμαι, όμως πια δεν έχει σημασία, έτσι δεν είναι; Πλέον είναι αργά κι εμείς οι δύο, τίποτα παραπάνω από δύο γνωστούς με μεγάλο παρελθόν και καθόλου μέλλον.
Πώς το κάνουν αυτό οι άνθρωποι; Πώς διαγράφουν τόσο εύκολα; Πώς γυρνάνε τα κεφάλαιά τους σε λευκές σελίδες; Ξεχνάνε οι άνθρωποι και γίνονται ξένοι σε λίγες στιγμές. Χτίζουν χρόνια για να διαγράψουν στιγμιαία. Κάνουν τις παρουσίες, απουσίες και συνεχίζουν σαν να μη συναντήθηκαν ποτέ.
Πώς κοιμάσαι; Πώς ξυπνάς; Κάθε πότε τρυπώνω στις σκέψεις σου; Άραγε χωράω ακόμα σε αυτές; Θα θυμάσαι, δε γίνεται να μη θυμάσαι, δεν μπορεί να ξέχασες. Όταν δένεσαι στα αλήθεια με κάποιον, δε λύνεσαι ποτέ. Άραγε δέθηκες;
Εμείς όμως είμαστε τυχεροί, μωρό μου, δεν κινδυνεύουμε από μια τέτοια συνάντηση. Θα κλειστώ στη σιγουριά της απόστασης που δε μου επιτρέπει να σε δω τυχαία να περνάς από μπροστά μου, που δε θα χρειαστεί να σκεφτώ αν θα πω ένα «γεια» σε αυτόν τον πολύ δικό μου ξένο. Ή είμαστε τόσο άτυχοι, που δε θα βρούμε την ευκαιρία να γνωριστούμε ξανά.