Ψοφάμε για έρωτα. Όλοι. Πεθαίνουμε, καιγόμαστε, λιώνουμε σαν γρανίτες ξεχασμένες στον ήλιο. Κι όμως, επιμένουμε, οι μαλάκες, πως δεν τον έχουμε ανάγκη, πως είμαστε καλύτερα χωρίς αυτόν. Στη πραγματικότητα, απλώς κωλώνουμε.
Τρέμουμε, οι κοτάρες, μη μπας προδώσουν, μη μας πληγώσουν, μη μας θίξουν τον εγωισμό. Και μένουμε να βράζουμε στο ζουμί μας, να σκάνε σαν κύμα και να μας πνίγουν όλα αυτά που έχουμε μέσα μας και δεν αποφασίζουμε να δώσουμε, να νιώσουμε, να ζήσουμε.
Φοράμε φίμωτρα στα πάθη και τις επιθυμίες, ράβουμε κι ένα πρόχειρο χαμόγελο στα μούτρα μας, δήθεν άνετο και πλήρες και βουλιάζουμε περήφανα μες στη μετριότητά μας. Περήφανοι και μόνοι ή «μαζί» μα κλειδωμένοι, άρα και πάλι μόνοι.
Μα εγώ, μωράκι, ό,τι φοβάμαι, θέλω να το ζω -πριν προλάβει να με πεθάνει αυτό. Έτσι και στον έρωτα, κάνω βουτιά από ψηλά χωρίς αλεξίπτωτο. Μα εσύ φοβάσαι και δε λέει να τρέχει ο ένας με 200km κι ο άλλος να πηγαίνει με 50km∙ κάπου θα πάρουν λάθος τη στροφή και θα χαθούν, γιατί ο ένας και να θέλει, τώρα πια δεν προλαβαίνει κι ο άλλος δεν έμαθε ποτέ να περιμένει.
Εγώ, μωράκι, ήθελα απλώς να το ζήσουμε∙ απόλυτα, έντονα κι αμοιβαία. Ήθελα να ρίξεις αυτές τις χαζές σου άμυνες, να μην κρατήσεις πισινές, να μη μετράς τι θα δώσεις και τι θα πάρεις πίσω. Ήθελα να αφεθείς, να χάσεις τον έλεγχο, να πετάξεις στα σκουπίδια τα «πρέπει» και τους ηλίθιους κανόνες τους, που κρατάνε τους ανθρώπους μακριά εκφοβίζοντάς τους με την ιδέα ενός πιθανού αποχωρισμού -σκέτη παράνοια.
Ήθελα να κάνουμε μαζί πράγματα τρελά∙ από αυτά που κάποια θα τα γνωρίσουν βολεμένοι σε μια πολυθρόνα χαζεύοντας μικρές ή μεγάλες οθόνες ή στην καλύτερη, φυλλομετρώντας κιτρινισμένες σελίδες. Να ανεβαίνουμε σε ταράτσες τα καλοκαίρια για να χαζεύουμε τα αστέρια και να πηγαίνουμε εκδρομές στη θάλασσα τους χειμώνες.
Να κάνουμε ταξίδια ή να μουχλιάζουμε με επιτραπέζια και πίτσα στον καναπέ. Να βγαίνουμε βόλτα στη βροχή ή να πίνουμε ζεστό καφέ χουχουλιάζοντας στο κρεβάτι. Να διαβάζουμε βιβλία και να βλέπουμε ταινίες. Να κλαίω σχεδόν σε κάθε σκηνή κι εσύ αντί να με κοροϊδεύεις, να με αγκαλιάζεις. Να γελάμε με το τίποτα, να παριστάνουμε τους σεφ σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να δηλητηριάσουμε ο ένας τον άλλον.
Να συζητάμε με τις ώρες και να μη βγάζουμε άκρη πουθενά, να μη συμφωνούμε σχεδόν σε τίποτα, μα να διαφωνούμε τόσο ωραία. Να μην κάνουμε ούτε μισό βήμα πίσω στις απόψεις μας, να επιμένουμε στο άσπρο και το μαύρο μας, μα κατά βάθος να γουστάρουμε το πείσμα με το οποίο υπερασπίζεται ο καθένας τον κόσμο του.
Να μην υπάρχει στιγμή που να μην είμαι ο εαυτός μου γιατί είδες τα χειρότερα κομμάτια μου και τα αγάπησες κι αυτά. Να με σέβεσαι για ό,τι είμαι, να με εκτιμάς για όσα κάνω. Να είμαι καθημερινή επιλογή, όχι συνήθεια.
Να κάνω λάθη, να κάνεις κι εσύ, να τα κάνουμε σκατά, να σκέφτομαι πως δε σε αντέχω, να σκέφτεσαι πως ώρες-ώρες δε με μπορείς, μα να μου λείπεις στο πεντάλεπτο και να μην μπορείς να κοιμηθείς αν δε γεμίζω το διπλανό μαξιλάρι.
Με ρώτησες τι παραπάνω ήθελα. Τα ήθελα όλα!
Και να σου πω και κάτι; Κι εγώ φοβάμαι, αλλά περισσότερο φοβάμαι μη σε χάσω.