Λένε πως τα χειρότερα ψέματα είναι αυτά που λες στον εαυτό σου, εγώ πάλι έχω λόγους να πιστεύω πως στον εαυτό σου μπορείς να πεις όσα θες και χωρίς καμία ενοχή. Έχεις το δικαίωμα να τον δουλέψεις και να του πουλήσεις όσο παραμύθι γουστάρεις κι όση υποκρισία αντέχεις. Το δικαίωμα όμως αυτό, σταματάει ακριβώς εκεί.
Από εκεί και πέρα, όταν στο δικό σου παιχνίδι εντυπωσιασμού και κυνηγητό ανασφαλειών μπερδέψεις και τρίτους, ανακατέψεις κι άλλους που δεν έχεις αποφασίσει ακόμα τι –κι αν– τους θες στη ζωή σου, κινδυνεύεις λίγο-πολύ να χαρακτηριστείς μαλάκας -κι όχι άδικα.
Διάβασα πρόσφατα σε έναν τοίχο την ατάκα «Δεν αγαπάμε πια, δεν είναι στη μόδα». Κι αντί να απογοητευτώ ή να κατσουφιάσω κάπως, χαμογέλασα με την αισιοδοξία αυτού που το έγραψε. Ναι, το βρίσκω ακραία αισιόδοξο το να πιστεύει κανείς πως αυτό που τερματίσαμε και πάψαμε πια να αισθανόμαστε γιατί «δεν είναι στη μόδα» είναι η αγάπη.
Για την ακρίβεια, τερματίσαμε πολλά βήματα πριν, ακριβώς στη γραμμή εκκίνησης. Πλέον δεν κοιτιόμαστε, ανταλλάσσουμε μονάχα φευγαλέες ματιές. Δεν ακούμε αλλά μιλάμε φλύαρα. Χαμογελάμε επιφανειακά με τα χείλη μα τα μάτια μένουν ανέκφραστα. Χαμογελάμε, ναι μα ξεχάσαμε να γελάμε. Ακουμπάμε μα δεν αγγίζουμε. Νιώθουμε παράφορα μα ζούμε αδιάφορα. Σταματάμε πριν καν αρχίσουμε.
Η σχέση ηχεί ως φυλακή, η συντροφικότητα, κελί κι ο άνθρωπος πλάι μας, δυνάστης. Ελευθερία πάντα κι αυστηρά σε ενικό αριθμό κι ας γεννήθηκε για να μοιράζεται και να βιώνεται διπλά.
Άνθρωποι ανεξαρτήτως φύλου ή ηλικίας διακηρύσσουν το μανιφέστο τους υπέρ της ποιοτικής μοναξιάς τους κι ας είναι οι ίδιοι που κυνηγάνε να την ξορκίσουν κάθε νύχτα σε τουαλέτες, αυτοκίνητα κι ημισκότεινες γωνίες με κομπάρσους στο ρόλο του συμπρωταγωνιστή. Πότε έγινε μόδα το να μην αισθάνεσαι και γιατί καμαρώνουν τόσο για το κενό μέσα τους, ποτέ δε θα το καταλάβουμε.
Πιπιλίζουν καραμέλες κι αυτοπροβάλλονται ως επαναστάτες του δυαδικού συστήματος, αναρχικοί του έρωτα, συνειδητοποιημένοι, που το ‘χουν φιλοσοφήσει το θέμα στην τελική. «Τα έχω βρει με τον εαυτό μου εγώ», θα τους ακούσεις συχνά να λένε με ύφος βασανισμένο και βλέμμα σιγουριάς. Μαλακίες, φίλε μου. Δεν έχεις βρει τίποτα γιατί στην πραγματικότητα ποτέ δεν έψαξες. Γιατί φοβήθηκες ως κι αυτό.
Επέλεξες να μείνεις κενός, να αδειάσεις ή τουλάχιστον να μη γεμίσεις, κι αυτός είναι δικός σου λογαριασμός. Δική σου η μόνιμα άδεια θέση στο κρεβάτι τη νύχτα –κι ας ζαρώνει μια περιστασιακή παρουσία τα σεντόνια σου–, δική σου κι η απουσία όταν χρειαστεί να αποκαλέσεις κάποιον «δικό σου». Δικές σου επιλογές, δικές σου κι οι συνέπειες, αρκεί να μην πνίγεται κάποιος άλλος στα δικά σου νερά ψάχνοντας για σωσίβιο.
Επιδιώκεις την απόσταση γιατί τρέμεις την επαφή. Γιατί όσοι διατυμπανίζετε πόσο καλά είστε μόνοι και πόσο δεν είστε εσείς για σχέσεις και συναίσθημα, δεν είστε τίποτα παραπάνω από μίζερα και δειλά, εγωκεντρικά ατομάκια που θέλετε να παίζετε μόνο στο δικό σας γήπεδο για να είστε σίγουροι πως δε θα χάσετε την μπάλα. Για να κρατάτε τον έλεγχο, ένα έλεγχο ετοιμόρροπο που θα διαλυθεί στο πρώτο συναισθηματικό γκολ που θα φάτε.
Κι όσο επιδιώκεις να μένεις ολόκληρος και να μη σπας ούτε στο ελάχιστο ασπίδες και προστατευτικά πλέγματα, φρόντισε τουλάχιστον να μην ανοίγεις τρύπες στον άνθρωπο που έτυχε να σταθεί δίπλα σου πιστεύοντας πως κάτι υπάρχει μέσα σου πρόθυμο να γρατζουνιστεί, πιστεύοντας πως κάποια στιγμή θα καείτε μαζί – γιατί πώς αλλιώς θα σκορπίσετε φως;
Μη γεμίζεις αν δε γουστάρεις, μην αδειάζεις όμως και τους άλλους. Γιατί τελικά δεν είναι ήττα να σκορπίζεσαι όσο εξακολουθεί να σε τρομάζει το κενό τους, όσο αρνείσαι να τους μοιάσεις. Στην εποχή που όλα κρατάνε λίγο, εμείς θα σπάσουμε την παράδοση, θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε το «πολύ» που μας αξίζει κι ας είμαστε εκτός μόδας.
Όχι, δε χρωστάς σε κάθε άνθρωπο που θα συναντήσεις μία θέση στη ζωή σου, αξίζει όμως να του χαρίσεις μία ευκαιρία κι αν ακόμα δε θέλεις να δώσεις ούτε αυτήν, επιβάλλεται κι αξίζει μια ξεκάθαρη απάντηση. Μία καθαρή αρχή -και τέλος γιατί σε αυτήν την περίπτωση πάνε μαζί.