Ένα κλάμα μωρού σε μια αίθουσα τοκετού σηματοδοτεί την πρώτη αναπνοή, την αρχή μίας νέας ζωής. Απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή της ύπαρξής σου το κλάμα ήταν σημάδι ανάσας κι όμως, πώς τα κατάφεραν οι άνθρωποι μεγαλώνοντας και το μετέφρασαν ως ένδειξη αδυναμίας.
Κι έτσι κι εσύ τσουβαλιάστηκες –όπως όλοι κι όλα γύρω μας– κι αναγκαστικά διάλεξες στρατόπεδο. Έγινες από ‘κείνους τους, τάχα μου, σκληρούς και δυνατούς, τους ατσαλάκωτους με μάτια –κι αισθήματα– στεγνά ή τόλμησες να πας με τους απέναντι και κόλλησες τη ρετσινιά του «κλαψιάρη».
Στερεότυπα, προκαταλήψεις, σκονισμένες αντιλήψεις στοιβαγμένες σε πατάρια δίπλα σε κάτι συναισθηματικά κενά ή –στην καλύτερη– πλάι στον φόβο έκφρασή τους. «Οι άντρες δεν κλαίνε», «Μην κλαις σαν κοριτσάκι», θα τους ακούσεις να λένε με ύφος επικριτικό, λες και τους όρισε κανείς θαλαμοφύλακες των αισθημάτων σου.
Πότε ακριβώς δαιμονοποιήσαμε λίγο νερό κι αλάτι και για ποιον λόγο; Πότε άρχισε να μας τρομάζει περισσότερο η ιδέα να μας πνίξουν μερικά δάκρυα απ’ το να μας πνίξουν όσα νιώθουμε, όσα φοβόμαστε, όσα χάσαμε, ζητάμε ή ελπίζουμε;
Νερό κι αλάτι λαχταράμε να μυρίσουμε στα ζόρια μας. Μια τζούρα θάλασσας και μια βόλτα στην ακρογιαλιά θα ‘ναι πάντα η καλύτερη γιατρειά, όταν το μόνο που αντέχεις να ακούς είναι ο ήχος των κυμάτων. Νερό κι αλάτι επικαλούμαστε κι όταν θέλουμε να τα ξεχάσουμε όλα, πράξεις ή λόγια που μας ενόχλησαν.
Μα ό,τι κι αν λένε γύρω σου, εσύ να ακούς μέσα σου. Εσύ να κλαις. Να κλαις για να καθαρίζεις τα μάτια σου και μαζί με αυτά τις σκέψεις σου, τις ανησυχίες σου, την ψυχή και το μυαλό σου. Να κλαις για να βλέπεις μετά πιο καθαρά∙ τι πραγματικά θες, τι σε πονάει, τι αγαπάς, τι φοβάσαι και τι από όλα αυτά αξίζει.
Να κλαις για μια σκηνή από μια ταινία –κι ας είναι και κωμωδία–, για ένα βιβλίο που κάτι σκάλισε μέσα σου, μια μυρωδιά που σε γύρισε σε τόπους που σου χάρισαν όμορφες στιγμές μα πάει καιρός που δεν τους σεργιανίζεις πια.
Νερό κι αλάτι σε ό,τι βγάζει συναίσθημα. Να κλαις για ένα τραγούδι που σου θύμισε ένα ζευγάρι μάτια, για κάτι όρκους κι υποσχέσεις που έμειναν άδειες, για κάτι «σ’ αγαπάω» που αποδείχτηκαν μικρά ή πολύ μεγάλα για να τα αντέξεις, για έναν άνθρωπο που λαχταράς μα δεν έχεις πια.
Να κλαις ακόμα και χωρίς λόγο∙ γιατί κάτι σε τρώει, κάτι σε πνίγει και θες να αδειάσεις. Τα μάτια είναι η καλύτερη δίοδος για ό,τι θες να βγάλεις από μέσα σου. Κλάψε αθόρυβα ή κλάψε με αναφιλητά. Κλάψε μόνος ή μπροστά σε άλλους. Κλάψε σε μια αγκαλιά ή πίσω από μια πόρτα, μπροστά από έναν καθρέφτη ή κάτω απ’ το μαξιλάρι.
Κλάψε από ανείπωτη χαρά, από βαθύ πόνο, από ανακούφιση κι από θυμό. Κλάψε γιατί μόνο οι δυνατοί μπορούν. Γιατί θέλει κότσια να μη φοβάσαι να παραδοθείς στις αδύναμες στιγμές σου.
Θα μπορούσες να ντρέπεσαι για πολλά πράγματα. Για την αναπηρία σου να αισθανθείς, να δοθείς, να δεθείς, να αφεθείς. Που δειλιάζεις ή ίσως και να μην μπορείς να αγαπήσεις και να αγαπηθείς. Να νιώσεις άσχημα που δε σου επιτρέπεις να σπας, που επιμένεις να συντηρείσαι άκαμπτος, στεγνός κι αδιάφορος, που προτιμάς να αδειάζεις άλλους για να γεμίζεις εσύ. Σίγουρα, όμως λίγο νερό κι αλάτι, που σου υπενθυμίζει πως είσαι άνθρωπος και κάποιες στιγμές λυγίζεις, δεν είναι ντροπή.
Δάκρυα, λοιπόν, στις δύο κουβέντες παραπάνω, στις γκρίνιες, στις νύστες, στις στιγμές που μας χαλάσαν τα χατίρια και στις άλλες που μας χαλάσαν τις καρδιές, στις φορές που έφαγες αδέξια τα μούτρα σου γιατί έπεσες κάτω ή γιατί σε έριξαν άτσαλα απ’ το συννεφάκι σου. Δάκρυα για τους ανθρώπους που έδιωξες, εκείνους που το ‘σκασαν χωρίς «αντίο» κι εκείνους που φοβήθηκες μη χάσεις.
Κι ας μας λένε κλαψιάρηδες, κι ας είμαστε τα τέλεια θύματα των διαφημιστικών επικλήσεων στο συναίσθημα, κι ας είμαστε οι καλύτεροι καταναλωτές χαρτικών υλών. Είμαστε οι ίδιοι που γελάμε δυνατά μέχρι δακρύων –στην κυριολεξία– κι αγαπάμε αληθινά.
Αλήθεια, εσείς πώς μπορείτε να μην κλαίτε; Πώς αντέχετε; Δε σας καίει το αλάτι, δε σας πνίγει το νερό;