Πιο πολύ απ’ το τέλος, πάντα με τρόμαζε το μετά. Και μετά, ποιος; Και μετά, τι; Το τέλος το ξέρεις, το περιμένεις, κάποιες φορές μάλιστα το δημιουργείς· το μετά απ’ αυτό είναι που παραμένει άγνωστο κι ανεξερεύνητο και το σκοτάδι πάντα με τρόμαζε -κι ας έχω μάθει να κοιμάμαι με τα φώτα κλειστά.
Οι άνθρωποι πάντα φεύγουν· αφήνεσαι κι ύστερα αφήνεις ή σ’ αφήνουν, αυτή είναι η συνήθης διαδρομή. Κι έπειτα στο τέλος του δρόμου συναντάς το σταυροδρόμι· προχωράς για να ξεχάσεις ή ξεχνάς κι ύστερα προχωράς;
Λένε πως από έρωτα σε έρωτα μεσολαβεί πάντα λίγο κενό, λένε πως ο χρόνος με το μαγικό του ραβδί επουλώνει τις πληγές, πως πρέπει πρώτα να ξεχάσεις για να προχωρήσεις, αλλιώς δεν προχωράς. Όσος χρόνος κι αν πέρασε όμως, ποτέ μου δεν κατάφερα να σβήσω πρόσωπα, αισθήματα, δάκρυα και χαμόγελα.
Κι οι αγκαλιές, κυρίως οι αγκαλιές ήταν αυτές που έμεναν πάντα εκεί, σχηματισμένες, ακόμα κι όταν είχαν σπάσει, ακόμα κι όταν ο άλλος δεν ήταν πια εκεί, να σου θυμίζουν πως (σου) λείπει.
Μισώ ένα μέρος του λόγου, μισώ το ρήμα «ξεχνώ». Ζηλεύω όσους μπορούν να ξεχνούν, και τι δε θα ‘δινα για μια αμνησία, μια ολική εκκαθάριση ιστορικού. Η δική μου μνήμη επιμένει να με ταλαιπωρεί και να με βασανίζει με αναμνήσεις πικρές, μα αυτές που με διέλυαν ήταν πάντα οι πιο ευχάριστες.
«Θυμάμαι» λοιπόν και καθώς ξέρω πως μου είναι αδύνατο να ξεχάσω και να διαγράψω, προχωρώ· με δειλά βήματα, δεν έχει σημασία, αρκεί να κινείσαι, να μην αφήνεις το χρόνο να σε προσπερνά.
Όταν όμως λέω προχωρώ, εννοώ προχωρώ κι όχι σέρνομαι ψάχνοντας κάποια άλλη αγκαλιά να κρυφτώ ή κάποιον να γλύψει τις πληγές μου. Ποτέ μου δεν είχα ανάγκη από ήρωες, ούτε περίμενα κάποιον να με λυτρώσει, πάντα μόνη μου έχτιζα και γκρέμιζα για να ξαναχτίσω.
Με τον καιρό απλώς κατάλαβα πως κανείς δεν ξεχνά στα αλήθεια –κι ας επιχειρεί να πείσει τους γύρω μα κυρίως τον εαυτό του– όπως και κανείς δε δύναται να ξεαγαπά.
Στην πραγματικότητα αυτός που επιλέγει να ζήσει την απουσία, να βαφτίσει σε κολυμπήθρες αλκοόλ το χωρισμό, να κλάψει, να πονέσει, να απομονωθεί και να αποσυρθεί πιστεύοντας πως χρειάζεται χρόνο για να ερωτευτεί ξανά, δε διαφέρει και πολύ απ’ αυτόν που τρέχει να αδειάσει και να φουλάρει ξανά τα συναισθήματά του.
Κανείς απ’ τους δύο δε θα καταφέρει ποτέ να πατήσει το delete, καθώς σε ανθρώπινα όντα η εντολή αυτή δυστυχώς δεν υπακούει. Ίσως η μόνη διαφορά τελικά να βρίσκεται αλλού· ανάμεσα στον αισιόδοξο που δε θέλει να χάσει άλλο χρόνο και τον απαισιόδοξο, κάπως δειλό που ζητά το χρόνο του κι απολαμβάνει να γιορτάζει τη θλίψη του.
Όχι, δεν προχωράς για να ξεχάσεις, ούτε ξεχνάς για να προχωρήσεις, ένας έρωτας δεν ανήκει ποτέ στη λήθη -κι αν πιστεύεις πως μπορείς να το επιτύχεις ή ονειροβατείς ή δε μιλάς για έρωτα. Παύεις όμως να ζεις στο παρελθόν όταν χτίζεις το παρόν κι ονειρεύεσαι το μέλλον.
Η αλήθεια λοιπόν είναι πως «ξεχνάς» ή καλύτερα ξεπερνάς τον πρώην μόνο όταν ερωτευτείς τον επόμενο, έτσι κυλάει η ρόδα. Παύεις να ζεις μέσα στις αναμνήσεις, όταν αρχίσεις να δημιουργείς καινούργιες.
Ο χρόνος, αυτός ο μάγος, δεν προσφέρει απώλεια μνήμης, σου δίνει όμως την ευκαιρία να τον διαχειριστείς είτε με περισυλλογή, δεύτερες σκέψεις κι αναθεωρήσεις, είτε με ενθουσιασμό κι ανυπομονησία. Το δώρο του όμως δεν είναι αυτό, αλλά οι άνθρωποι που θα φέρει στη ζωή σου.
Το παρελθόν για να σβήσει, χρειάζεται μέλλον. Αν βαφτίζεις την κάθε στάση, σταθμό ριζώνοντας σε αυτόν, δε θα ταξιδέψεις ποτέ. Η ζωή, ο χρόνος κι ο έρωτας προχωρούν, εσύ ως πότε θα μένεις πίσω κυνηγώντας τη λήθη και παλεύοντας με τα στοιχειά;