Θυμάστε εκείνη την εποχή που πηγαίναμε γυμνάσιο, εκεί γύρω στα 14-15 που κάναμε τα πρώτα μας δειλά βήματα στο φλερτ και την τεχνολογία παράλληλα; Μιλάω για τότε που ανταλλάσσαμε αναπάντητες για να δείξουμε σε κάποιον πως τον σκεφτόμαστε ή μας λείπει. Αυτή βέβαια ήταν η πιο ευχάριστη εκδοχή.
Υπήρχε κι η άλλη, η πιο καψούρικη και πονεμένη. Εκείνες οι μεταμεσονύχτιες κλήσεις με απόκρυψη. Ναι αυτό το μεγάλο κεφάλαιο της εφηβείας μας. Κλήσεις με απόκρυψη που κάναμε κι άλλες που δεχτήκαμε, σιωπηλές συνομιλίες που μεταφράζονταν κατά το δοκούν.
Πιστεύαμε πως οι ανάσες μας λέγανε όλα όσα θέλαμε να πούμε κι όσα ήθελε να ακούσει κι ο δέκτης στην άλλη άκρη του ακουστικού κι αποκωδικοποιούσαμε τη σιωπή του ως την πιο σπουδαία ερωτική εξομολόγηση.
Όλα καλά ως και ρομαντικά με μια βασική προϋπόθεση: να είσαι ως δεκαπέντε χρονών. Από κει κι έπειτα μάντεψε τι δεν πάει καλά.
Η απόκρυψη έχει αυτό το μοναδικό χαρακτηριστικό να έχει πάντα όνομα κι ας μην εμφανίζει κανένα στοιχείο. Να ξέρεις πολύ καλά ποιος είναι κι ας προσπαθεί να κρυφτεί. Έτσι κι οι δικές μου εισερχόμενες κλήσεις φωνάζουν τ’ όνομά σου κι ας εμφανίζουν «Απόρρητο».
Τίποτα κρυφό και τίποτα απόρρητο, σε ξέρω πια τόσο καλά, τόσο ώστε να μην έχω καμία αμφιβολία για το ότι είσαι εσύ.
Πάντα ήσουν δειλός, πάντα κρυβόσουν πίσω από σιωπές, ανόητους τσακωμούς και φτηνές δικαιολογίες, όλα αυτά στην προσπάθεια να κρυφτείς πίσω απ’ τα συναισθήματά σου. Και το κατάφερες καλά τόσο ώστε ν’ αμφισβητώ αν είχες πότε αισθανθεί κάτι για μένα.
Δέκα μέρες τώρα που δεν απαντάω πεισματικά στις κλήσεις σου, πέντε μέρες που ένας «άγνωστος» αριθμός με καλεί το ίδιο επίμονα, εντονότερα όμως όσο η νύχτα πλησιάζει.
Πίστεψες έστω και για μια στιγμή πως θ’ απαντούσα; Αν είχες να μου πεις κάτι που πραγματικά ν’ άξιζε ν’ ακούσω θα χτύπαγες κουδούνια ως το πρωί, θα περίμενες έξω απ’ το σπίτι. Θα είχες τα κότσια να με κοιτάς για ν’ απολογηθείς ή ν’ εξηγήσεις. Κι όμως εσύ επιλέγεις να κρύβεσαι όχι απλώς πίσω από ένα ακουστικό, αλλά πίσω κι απ’ την προσποιητή ανωνυμία σου.
Σταμάτα να παίρνεις, δε θα απαντήσω. Δεν υπάρχει θέση στη ζωή μου για ανώριμα δεκαπεντάχρονα που καλούν με απόκρυψη. Είχες την ευκαιρία να κρατήσεις το χώρο που σου εμπιστεύτηκα όταν ακόμη πίστευα πως έχω να κάνω με κάποιον που ξέρει τι θέλει και κυρίως μπορεί κι αντέχει να το διεκδικεί. Την έχασες πανηγυρικά.
Μ’ ενοχλεί. Μ’ εκνευρίζει περισσότερο κι απ’ το να βλέπω τα’ όνομά σου στην οθόνη μου. Μου υπενθυμίζει πόσο έξω έπεσα, τελικά ποτέ δε θα φτιάξει το κριτήριό μου στους ανθρώπους.
Δειλία, φτηνή ενοχή κι ανωριμότητα, αυτό φωνάζεις. Όσο καλείς με απόκρυψη, τόσο θα δέχεσαι την απόρριψη μου. Εξάλλου δεν υπάρχει πιο υπέροχος τρόπος να εκδηλώσεις την αδιαφορία σου, απ’ τη σιωπή σου. Πορέψου μ’ αυτήν λοιπόν αφού έκανες τα πάντα για να μου αποδείξεις πως δεν άξιζες και τίποτα άλλο.
Το ξέρεις πως μ’ έχασες και ξέρεις πως κι η ευθύνη είναι δική σου. Φοβάσαι όμως να το παραδεχτείς όπως τρέμεις και να με διεκδικήσεις ξανά. Με αποκρύψεις από δειλούς ανθρώπους κανείς δεν επέστρεψε, ούτε κι εγώ.
Καμία κλήση με απόκρυψη δεν αξίζει ν’ απαντηθεί. Είναι μία άτολμη, φοβισμένη κίνηση που αποδεικνύει πόσο ανίκανος είσαι να με διεκδικήσεις. Διεκδικώ σημαίνει εκτίθεμαι. Αν δεν είσαι έτοιμος να ρισκάρεις, διένυσε ξανά την εφηβεία σου κι άσε τον έρωτα για αυτούς που αντέχουν να τον ζήσουν.