Φταίει η εποχή ή έτσι σε βόλεψε να πιστεύεις; Φταίνε αυτοί που πέρασαν ή μήπως φταίνε προκαταβολικά κι αυτοί που θα περάσουν απ’ τη ζωή σου; Φταις εσύ ή φταίνε οι άλλοι;

Δε γίνεται να φταίνε μόνο οι άλλοι, φταις κι εσύ και το ξέρεις. Αλλάξανε οι καιροί κι αν και δυσανασχέτησες αντί να τους φέρεις πίσω πάλι, άφησες αυτούς να σε χαλάσουν. Αλλάξαμε κι εμείς. Δε νιώθουμε πια, δεν αγαπάμε πια, δεν είναι της μόδας.

Σκορπάμε κλητικές προσφωνήσεις αγάπης σε αγνώστους και χαραμίσαμε το ρήμα «νιώθω». Αλλάξαμε ως και τον τρόπο που το γράφουμε και κάπου εκεί μέσα στη σύγχυση ξεχάσαμε πώς γίνεται, πώς αισθανόμαστε, δεν αισθανόμαστε πια.

Άνθρωποι μπαλαντέρ και σχέσεις τσιρότα που θα καλύψουν τα κενά και τις πληγές που άφησαν οι προηγούμενοι. Στην πραγματικότητα δεν πρόλαβαν καν. Δεν τους παραχωρήσαμε χώρο μέσα μας για να αφήσουν κάτι άδειο φεύγοντας, δεν αφήσαμε καμία πόρτα που να οδηγεί στα υπόγεια της ψυχής μας ανοιχτή για να την ψαχουλέψουν, έτσι δεν κατάφεραν να πειράξουν τίποτα.

Θέλεις να σε νιώσουν, να σε αγαπήσουν, να σου δώσουν χωρίς όμως να νιώσεις, να αγαπήσεις ή να δώσεις. Το έκανες κάποτε κι οι καταστάσεις δεν εξελίχθηκαν όπως θα ‘θελες εσύ ή δεν το έκανες και ποτέ αλλά δεν έχασες και τίποτα. Πάντα είναι ωραίο το να σου δίνουν, το να κρατάς, το να ‘χεις έναν καλοχορτασμένο εγωισμό που δε θα μείνει στιγμή νηστικός κι εσύ να φουσκώνεις από περηφάνια για την ατσαλάκωτη υπεροχή σου.

Κι ύστερα αν χρειαστεί, αν κάποιος κάποτε σε αναγκάσει να κάνεις την αυτοκριτική σου θα πεις πως τα ‘χεις βρει με τον εαυτό σου, είσαι καλά με τη μοναξιά σου κι άλλωστε δε ζήτησες και ποτέ τίποτα. Μακριά από συναισθηματισμούς και δεσίματα κι ανθρώπους κι ευθύνες, δεν είναι αυτά για ‘σένα, δεν είσαι εσύ για αυτά.

Μα πώς τα βρήκες, αφού δε ρίσκαρες ποτέ να χάσεις τίποτα; Πώς ξέρεις πως είσαι καλά με τη μοναξιά σου αφού δεν επέτρεψες σε κανέναν να την γκρεμίσει και πώς πιστεύεις πως αυτή η άνευρη ψευδαίσθηση, αυτός ο άδειος συναισθηματισμός κι αυτό το αδιέξοδο που επέλεξες συνειδητά να μπεις, θα σε κάνει κάποτε ευτυχισμένο;

Ψευδαίσθηση ευτυχίας, ένας ψεύτικος, δήθεν άνετος εαυτός που διατυμπανίζει πως είναι καλά και πως έχει βρει τις ισορροπίες του κι αν συναντούσε στον καθρέφτη του τη συμπεριφορά του αντί για την εμφάνισή του, τουλάχιστον θα την έφτυνε, ο σύντροφος που δε θα ήθελε να είχε δίπλα του, τίποτα όμως δεν τον εμποδίζει απ’ το να φέρεται έτσι.

Άνθρωποι που κάνουν πάντα τόση φασαρία, ίσα για να μην ακούσουν τις ίδιες τις ανασφάλειές τους, για να καλύψουν τις φωνές μες στο κεφάλι τους. Με ένα φόβο δέσμευσης τόσο ανεπτυγμένο που έγινε πια τρόπος ζωής. Κι ένα δειλό «δε θέλω να νιώσω» που πια με τον καιρό έγινε «δεν μπορώ να νιώσω». Ένα συναισθηματικό κενό που αυτοβαφτίστηκε ως ελευθερία.

Μια ελευθερία που δεν έχεις κανένα να τη μοιραστείς και την κλειδώνεις σε μικρά σκοτεινά δωμάτια συντροφιά με κάτι πεταμένα ρούχα στο πάτωμα, μερικές κοφτές βαριές ανάσες δίπλα στα μπλεγμένα ιδρωμένα σεντόνια. Που το πρωί θα ξυπνήσεις πάλι μόνος με την ελευθερία σου τόσο βαριά και χωρίς κανέναν δίπλα σου να τη σηκώσει, μια ελευθερία που άρχισε να μοιάζει με κελί, το δικό σου χρυσό κελί.

Δεν αγαπάμε πια, δε νιώθουμε πια. Δεν είναι της μόδας. Κι αυτοί οι λίγοι που γεννήθηκαν σε λάθος εποχή κι επιμένουν να πιστεύουν σε ένα χάδι, ένα φιλί, μια καληνύχτα που θα γίνει καλημέρα και μια καλημέρα που θα γίνει με τον καιρό «όσο είμαι δίπλα σου μη φοβάσαι», συναντούν στο δρόμο τους αυτά τα κινούμενα συναισθηματικά αγρίμια που κατασπαράζουν όνειρα και προσδοκίες και φεύγουν γρήγορα λίγο πριν χορτάσουν την όρεξή τους.

Κι ύστερα μόνο δύο πράγματα μπορούν να συμβούν. Ή θα ενταχθούν στο μοτίβο της κοινωνίας και με τον καιρό θα πάψουν πια νιώθουν ή θα επιμείνουν κόντρα στην εποχή που τους θέλει να αισθάνονται ένοχοι που δεν της μοιάζουν, θα κρατήσουν αποστάσεις απ’ τους άδειους τενεκέδες που κάνουν κρότο και θα συνεχίσουν να νιώθουν με την ελπίδα κάποια στιγμή να τους νιώσουν.

Νιώσε, άνθρωπε, μόνο αυτό. Νιώσε πριν να είναι αργά.

 

Συντάκτης: Πωλίνα Πανέρη